ἀκηχέδαται
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ἀκηχέμενος, v. sub ἀχέω.
French (Bailly abrégé)
v. *ἄχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκηχέδαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к ἀκαχίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηχέδαται: ἀκηχέμενος, ἴδε ἐν λ. ἀχέω.
English (Autenrieth)
see ἀκαχίζω.
Greek Monotonic
ἀκηχέδαται: ή -έαται, Επικ. αντί ἠκάχηνται, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του ἀχέω· ἀκηχεμένος, αντί ἀκαχήμενος, Επικ. μτχ.