Anonymous

ἀκοίμητος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀκοίμητος]], -ον) (ΑΝ)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, [[άυπνος]], [[άγρυπνος]]<br /><b>2.</b> [[ακατεύναστος]], [[ακαταπράυντος]]<br />(μσν.-νεοελλ. μτφ.)<br /><b>1.</b> [[ακατάπαυστος]], [[διαρκής]], [[αιώνιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν σβήνει [[ποτέ]], ο [[άσβηστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επαγρυπνεί, που επιβλέπει αδιάκοπα, [[άγρυπνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <i>οι Ακοίμητοι</i><br />μοναχοί ομώνυμης μονής της Κωνσταντινουπόλεως (<b>βλ.</b> <i>Ακοιμήτων Μονή</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κοιμῶμαι</i> (-<i>ᾶμαι</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακοιμησία]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀκοίμητος]], -ον) (ΑΝ)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, [[άυπνος]], [[άγρυπνος]]<br /><b>2.</b> [[ακατεύναστος]], [[ακαταπράυντος]]<br />(μσν.-νεοελλ. μτφ.)<br /><b>1.</b> [[ακατάπαυστος]], [[διαρκής]], [[αιώνιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν σβήνει [[ποτέ]], ο [[άσβηστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επαγρυπνεί, που επιβλέπει αδιάκοπα, [[άγρυπνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <i>οι Ακοίμητοι</i><br />μοναχοί ομώνυμης μονής της Κωνσταντινουπόλεως (<b>βλ.</b> <i>Ακοιμήτων Μονή</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κοιμῶμαι</i> (-<i>ᾶμαι</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακοιμησία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκοίμητος:''' -ον ([[κοιμάω]]), άϋπνος, [[άγρυπνος]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Αισχύλ.
}}
}}