Anonymous

ἀκοίμητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκοίμητος:''' -ον ([[κοιμάω]]), άϋπνος, [[άγρυπνος]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀκοίμητος:''' -ον ([[κοιμάω]]), άϋπνος, [[άγρυπνος]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκοίμητος:''' <b class="num">1)</b> не знающий сна, никогда не отдыхающий, вечно бодрствующий ([[ῥεῦμα]] Ὠκεανοῦ Aesch.; Νύμφαι Theocr.; δόρατα Anth.);<br /><b class="num">2)</b> неугасимый ([[πῦρ]] Plut.).
}}
}}