Anonymous

ἀθρόος: Difference between revisions

From LSJ
1,810 bytes added ,  30 December 2018
2
(SL_1)
(2)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἀθρόος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[all]] [[together]] [[Ἰσθμοῖ]] τά τ' ἐν Νεμέᾳ [[θήσω]] φανέῤ ἀθρ (O. 13.98) ἀθρόαις πέντενύκτεσσιν [[full]] (P. 4.130) ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις [[ἔδραμον]] ἀθρόοι (N. 1.51) “χθόνα [[τοί]] ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον (Pae. 4.42) [[fig]]. ἐς κακότατ' ἀθρόαν [[complete]] (P. 2.35) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[close]] [[set]] (στέφανοι) [[τῶν]] ἀθρόοις ἀνδησάμενοι [[θαμάκις]] ἔρνεσιν χαίτας (I. 1.28) ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν (I. 5.8)
|sltr=[[ἀθρόος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[all]] [[together]] [[Ἰσθμοῖ]] τά τ' ἐν Νεμέᾳ [[θήσω]] φανέῤ ἀθρ (O. 13.98) ἀθρόαις πέντενύκτεσσιν [[full]] (P. 4.130) ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις [[ἔδραμον]] ἀθρόοι (N. 1.51) “χθόνα [[τοί]] ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον (Pae. 4.42) [[fig]]. ἐς κακότατ' ἀθρόαν [[complete]] (P. 2.35) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[close]] [[set]] (στέφανοι) [[τῶν]] ἀθρόοις ἀνδησάμενοι [[θαμάκις]] ἔρνεσιν χαίτας (I. 1.28) ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν (I. 5.8)
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀθρόος:''' ή ἁ-[[θρόος]], -α, -ον, Αττ. [[ἅθρους]], <i>-ουν</i> (<i>ἀ αθροιστικό</i>, [[θρόος]])·<br /><b class="num">I.</b> κατά σωρούς ή [[πλήθος]], [[συμπυκνωμένος]], [[πυκνός]], [[κυρίως]] στον πληθ.· <i>πάντες ἁθρόοι</i>, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>ἁθρόοι</i>, λέγεται για στρατιώτες, συμπτυγμένοι, συμπυκνωμένοι, Λατ. conferto agmine, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, <i>πολλαὶ κῶμαι ἁθρόαι</i>, [[πολύ]] [[στενά]] συνδεδεμένες, πυκνές [[μεταξύ]] τους, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> όλα μαζί σ' ένα [[σώμα]], ενιαία· <i>ἁθρόα πάντ' ἀπέτισεν</i>, πλήρωσε για τα πάντα [[μεμιάς]], [[εφάπαξ]], σε Ομήρ. Οδ.· ἁθρόα [[πόλις]], οι πολίτες ως [[μία]] [[ενότητα]], ως όλον, σε Θουκ.· <i>τὸ ἀθρόον</i>, η συγκεντρωμένη δύναμή τους, σε Ξεν.· <i>ἀθρόῳ στόματι</i>, με [[μία]] [[φωνή]], σε Ευρ.· <i>ἁθρόους κρίνειν</i>, [[καταδικάζω]] όλους μαζί μέσω μίας ψήφου, σε Πλάτ.· <i>κατήριπεν ἀθρ</i>., έπεσε στη [[στιγμή]], [[μεμιάς]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> [[πολυπληθής]], [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]· [[δάκρυ]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b>συγκρ. <i>ἁθροώτερος</i>, σε Θουκ. κ.λπ. — μεταγεν. <i>ἀθρούστατος</i>, σε Πλούτ.
}}
}}