ἀθρόος: Difference between revisions

1,806 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθρόος:''' ή ἁ-[[θρόος]], -α, -ον, Αττ. [[ἅθρους]], <i>-ουν</i> (<i>ἀ αθροιστικό</i>, [[θρόος]])·<br /><b class="num">I.</b> κατά σωρούς ή [[πλήθος]], [[συμπυκνωμένος]], [[πυκνός]], [[κυρίως]] στον πληθ.· <i>πάντες ἁθρόοι</i>, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>ἁθρόοι</i>, λέγεται για στρατιώτες, συμπτυγμένοι, συμπυκνωμένοι, Λατ. conferto agmine, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, <i>πολλαὶ κῶμαι ἁθρόαι</i>, [[πολύ]] [[στενά]] συνδεδεμένες, πυκνές [[μεταξύ]] τους, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> όλα μαζί σ' ένα [[σώμα]], ενιαία· <i>ἁθρόα πάντ' ἀπέτισεν</i>, πλήρωσε για τα πάντα [[μεμιάς]], [[εφάπαξ]], σε Ομήρ. Οδ.· ἁθρόα [[πόλις]], οι πολίτες ως [[μία]] [[ενότητα]], ως όλον, σε Θουκ.· <i>τὸ ἀθρόον</i>, η συγκεντρωμένη δύναμή τους, σε Ξεν.· <i>ἀθρόῳ στόματι</i>, με [[μία]] [[φωνή]], σε Ευρ.· <i>ἁθρόους κρίνειν</i>, [[καταδικάζω]] όλους μαζί μέσω μίας ψήφου, σε Πλάτ.· <i>κατήριπεν ἀθρ</i>., έπεσε στη [[στιγμή]], [[μεμιάς]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> [[πολυπληθής]], [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]· [[δάκρυ]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b>συγκρ. <i>ἁθροώτερος</i>, σε Θουκ. κ.λπ. — μεταγεν. <i>ἀθρούστατος</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀθρόος:''' ή ἁ-[[θρόος]], -α, -ον, Αττ. [[ἅθρους]], <i>-ουν</i> (<i>ἀ αθροιστικό</i>, [[θρόος]])·<br /><b class="num">I.</b> κατά σωρούς ή [[πλήθος]], [[συμπυκνωμένος]], [[πυκνός]], [[κυρίως]] στον πληθ.· <i>πάντες ἁθρόοι</i>, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>ἁθρόοι</i>, λέγεται για στρατιώτες, συμπτυγμένοι, συμπυκνωμένοι, Λατ. conferto agmine, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, <i>πολλαὶ κῶμαι ἁθρόαι</i>, [[πολύ]] [[στενά]] συνδεδεμένες, πυκνές [[μεταξύ]] τους, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> όλα μαζί σ' ένα [[σώμα]], ενιαία· <i>ἁθρόα πάντ' ἀπέτισεν</i>, πλήρωσε για τα πάντα [[μεμιάς]], [[εφάπαξ]], σε Ομήρ. Οδ.· ἁθρόα [[πόλις]], οι πολίτες ως [[μία]] [[ενότητα]], ως όλον, σε Θουκ.· <i>τὸ ἀθρόον</i>, η συγκεντρωμένη δύναμή τους, σε Ξεν.· <i>ἀθρόῳ στόματι</i>, με [[μία]] [[φωνή]], σε Ευρ.· <i>ἁθρόους κρίνειν</i>, [[καταδικάζω]] όλους μαζί μέσω μίας ψήφου, σε Πλάτ.· <i>κατήριπεν ἀθρ</i>., έπεσε στη [[στιγμή]], [[μεμιάς]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> [[πολυπληθής]], [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]· [[δάκρυ]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b>συγκρ. <i>ἁθροώτερος</i>, σε Θουκ. κ.λπ. — μεταγεν. <i>ἀθρούστατος</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθρόος:''' стяж. [[ἄθρους]], атт. тж. [[ἁθρόος]], стяж. [[ἅθρους]] 3<br /><b class="num">1)</b> собранный вместе, совокупный, совместный, всеобщий: ἀθρόοι [[ἴομεν]] Hom. пойдем все вместе; οὐκ ἀθρόοι, ἀλλ᾽ ἄλλοι [[ἄλλοθεν]] Xen. не сомкнутым строем, а кто куда; οἱ ἀθρούστατοι (πολέμιοι) Plut. самая гуща неприятельских войск; ἀθρόα πάντα Hom. все вместе (сразу); ἀθρόα [[πόλις]] Thuc. весь город в целом; κῶμαι ἀθρόαι Xen. селения, расположенные кучно (на близком друг к другу расстоянии); ἀθρόους τινὰς κρίνειν Plat. судить кого-л. вместе (огулом); ἀθρόῳ στόματι Eur. единогласно; οὐ μανθάνειν [[ἀθρόον]] λεγόμενον Plat. не понимать общего смысла; ἀθρόαις [[πέντε]] νύκτεσσιν Pind. в течение трех ночей подряд; [[ὕλη]] [[καύσιμος]] ἀθρόα Plat. весь запас древесного топлива; [[λῖς]] ἀ. [[ἆλτο]] Theocr. лев вскочил одним прыжком; κατήριπε ἐς [[ὕδωρ]] ἀ. Theocr. он мгновенно погрузился в воду;<br /><b class="num">2)</b> непрерывный, сплошной, обильный ([[κακότης]] Pind.; [[δάκρυ]] Eur.; [[πνεῦμα]] Arst.): ἀ. καὶ πολὺς [[λόγος]] Plat. пространная и непрерывная речь.
}}
}}