Anonymous

ἀκλεής: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκλεής]], -ὲς (Α) [[κλέος]]<br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] [[φήμη]], [[άδοξος]]<br /><b>2.</b> [[επονείδιστος]], [[άτιμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἀκλεές</i><br />ακλεώς, άδοξα.
|mltxt=[[ἀκλεής]], -ὲς (Α) [[κλέος]]<br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] [[φήμη]], [[άδοξος]]<br /><b>2.</b> [[επονείδιστος]], [[άτιμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἀκλεές</i><br />ακλεώς, άδοξα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκλεής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>, αιτ. <i>ἀκλεᾱ</i>, Ιων. <i>ἀκλεῆ</i>, Επικ. <i>ἀκλέᾰ</i>· Επικ. [[ἀκλειής]] ή [[ἀκληής]], πληθ. <i>ἀκλειεῖς</i> ή [[ἀκληεῖς]]· ([[κλέος]])· ο [[χωρίς]] [[δόξα]], [[άδοξος]], αυτός που δεν έχει υμνηθεί, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίρρ. [[ἀκλεῶς]], σε Ηρόδ.· Επικ. [[ἀκλειῶς]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης το ουδ. [[ἀκλεές]], ως επίρρ., στο ίδ.
}}
}}