Anonymous

ἄκρος: Difference between revisions

From LSJ
2,913 bytes added ,  30 December 2018
2
(2)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἄκρος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[άκρη]], [[ακρινός]], [[ακριανός]], [[ακραίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό της ιδιότητας του, [[πρώτος]], [[υπέροχος]], [[έξοχος]]<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις) [[απόλυτος]], [[πλήρης]], [[τέλειος]]<br /><b>4.</b> (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον πληθ.) <i>άκροι</i> (<i>όροι</i>)<br />ο [[πρώτος]] και ο [[τελευταίος]] όρος μιας πεπερασμένης ακολουθίας<br /><b>5.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἄκρως</i><br />σε μεγάλο βαθμό, υπερβολικά, απόλυτα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τελευταίος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[υπερβολικός]], τών [[άκρων]], [[αδιάλλακτος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[άκρον]] [[άωτον]]» το ανώτατο [[σημείο]] μιας καταστάσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]], ο [[υψηλός]]<br /><b>2.</b> (και με τοπική σημ.) [[ανώτατος]], [[απώτατος]], [[εξώτατος]] ([[κυρίως]] για τα [[μέλη]] του σώματος)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[επιφάνεια]]<br /><b>4.</b> [[ενδότατος]], [[μύχιος]]<br /><b>5.</b> (για χρονική περίοδο) προχωρημένος, [[πλήρης]], [[αλλά]] και αυτό που [[μόλις]] αρχίζει<br /><b>6.</b> (για ανθρώπους) <i>οἱ ἄκροι</i><br />οι καλοί και οι κακοί (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ἄκρον]] α) στην [[κορυφή]] ή στην [[επιφάνεια]]<br />β) υπερβολικά<br /><b>8.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἄκρως</i> [[κατά]] την [[άκρη]], την [[κορυφή]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκρον]] τῆς χειρὸς</i>» (ή «<i>τοῡ ποδός</i>»), το [[δάχτυλο]]<br />«<i>ἐπ</i>’ [[ἄκρων]] δακτύλων</i>», [[ακροποδητί]]<br />«<i>οὐκ ἀπ</i>’ <i>ἄκρας φρενός</i>», από το [[βάθος]] της καρδιάς, [[ολόψυχα]]<br />«[[ἄκρος]] ὀργήν</i>», [[ευέξαπτος]], [[οξύθυμος]]<br />«<i>ψυχὴν οὐκ [[ἄκρος]]», όχι [[ισχυρός]] στον νου, [[χωρίς]] μεγάλες διανοητικές ικανότητες<br /><b>10.</b> στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀκρόδαμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἄκρος]] προέρχεται από την ΙΕ <i>ακ</i>- «[[οξύς]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]» επαυξημένη με το [[επίθημα]] -<i>ρο</i>-: <i>ἄκ</i>-<i>ρο</i>-<i>ς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και λατ. <i>ā</i><i>cer</i>, <i>acris</i> «[[οξύς]]», αρχ. ινδ. <i>asri</i><br />«[[γωνία]], [[κόχη]]»). Αρα ετυμολογικά το [[ἄκρος]] συνδέεται με τα [[πολλά]] ομόρριζα της ρ. <i>ακ</i>- τα <i>ἀκή</i>, [[ἄκων]], <i>ἄκμη</i>, [[ἄκμων]], [[ἄκαινα]], <i>ἀκὶς</i> κ.ά. Σημασιολογικά το [[ἄκρος]] δήλωνε «τον ακρινό, τον ευρισκόμενο στην [[άκρη]]», άρα, κατ’ [[επέκταση]], «τον ακραίο», «τον απώτατο», «τον υπέρτατο», «τον έσχατο». Αυτή η «οριακή [[έννοια]]» του [[ἄκρος]] οδήγησε σε διάφορες σημασιολογικές εξελίξεις, όπως [[κυρίως]] εμφανίζονται σε [[σύνθετα]] με α' συνθ. το <i>ἄκρο</i>- <b>βλ. λ.</b> με υποκοριστική και επιτατική [[σημασία]]. Ο [[τονισμός]] του επιθέτου [[ἄκρος]] ([[αντί]] <i>ἀκρὸς</i>) οδήγησε στην [[υπόθεση]] πως η λ. ξεκίνησε από ουσιαστικό που εξελίχθηκε σε [[επίθετο]]. Οπωσδήποτε χρήσεις του επιθέτου ως ουσιαστικού, χρήσεις υστερογενείς [[μάλλον]] [[παρά]] υπολείμματα μιας αρχικής λειτουργίας της λ. [[ἄκρος]] ως ουσιαστικού, αντιπροσωπεύονται από το θηλ. [[ἄκρα]] και το ουδ. [[ἄκρον]] / [[ἄκρα]]. Τέλος, τόσο στην αρχαία όσο και στη μεσαιωνική και νεώτερη ελληνική, το επίθ. [[ἄκρος]] από κοινού με τις ουσιαστικοποιημένες του μορφές (η [[ἄκρα]] / <i>ἄκρη</i>, το [[ἄκρον]] / [[ἄκρα]]) δημιούργησαν [[πλήθος]] συνθέτων με α' συνθ. το <i>ἀκρο</i>- <b>βλ. λ.</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκραῖος]], [[ἀκρία]], <i>ἄκρο</i>(ν), [[ἀκρότης]] (-<i>ητα</i>), <i>ἀκρωτήριο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἄκρα]], <i>ἀκρίξω</i>, [[ἄκρις]], [[ἄκρων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκρα]], [[ακριμιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>δείλ</i>-<i>ακρος</i>, <i>ὕπ</i>-<i>ακρος</i>, [[ὑπέρ]]-<i>ακρος κάτ</i>-<i>ακρος</i>].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἄκρος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[άκρη]], [[ακρινός]], [[ακριανός]], [[ακραίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό της ιδιότητας του, [[πρώτος]], [[υπέροχος]], [[έξοχος]]<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις) [[απόλυτος]], [[πλήρης]], [[τέλειος]]<br /><b>4.</b> (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον πληθ.) <i>άκροι</i> (<i>όροι</i>)<br />ο [[πρώτος]] και ο [[τελευταίος]] όρος μιας πεπερασμένης ακολουθίας<br /><b>5.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἄκρως</i><br />σε μεγάλο βαθμό, υπερβολικά, απόλυτα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τελευταίος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[υπερβολικός]], τών [[άκρων]], [[αδιάλλακτος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[άκρον]] [[άωτον]]» το ανώτατο [[σημείο]] μιας καταστάσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]], ο [[υψηλός]]<br /><b>2.</b> (και με τοπική σημ.) [[ανώτατος]], [[απώτατος]], [[εξώτατος]] ([[κυρίως]] για τα [[μέλη]] του σώματος)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[επιφάνεια]]<br /><b>4.</b> [[ενδότατος]], [[μύχιος]]<br /><b>5.</b> (για χρονική περίοδο) προχωρημένος, [[πλήρης]], [[αλλά]] και αυτό που [[μόλις]] αρχίζει<br /><b>6.</b> (για ανθρώπους) <i>οἱ ἄκροι</i><br />οι καλοί και οι κακοί (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ἄκρον]] α) στην [[κορυφή]] ή στην [[επιφάνεια]]<br />β) υπερβολικά<br /><b>8.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἄκρως</i> [[κατά]] την [[άκρη]], την [[κορυφή]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκρον]] τῆς χειρὸς</i>» (ή «<i>τοῡ ποδός</i>»), το [[δάχτυλο]]<br />«<i>ἐπ</i>’ [[ἄκρων]] δακτύλων</i>», [[ακροποδητί]]<br />«<i>οὐκ ἀπ</i>’ <i>ἄκρας φρενός</i>», από το [[βάθος]] της καρδιάς, [[ολόψυχα]]<br />«[[ἄκρος]] ὀργήν</i>», [[ευέξαπτος]], [[οξύθυμος]]<br />«<i>ψυχὴν οὐκ [[ἄκρος]]», όχι [[ισχυρός]] στον νου, [[χωρίς]] μεγάλες διανοητικές ικανότητες<br /><b>10.</b> στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀκρόδαμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἄκρος]] προέρχεται από την ΙΕ <i>ακ</i>- «[[οξύς]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]» επαυξημένη με το [[επίθημα]] -<i>ρο</i>-: <i>ἄκ</i>-<i>ρο</i>-<i>ς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και λατ. <i>ā</i><i>cer</i>, <i>acris</i> «[[οξύς]]», αρχ. ινδ. <i>asri</i><br />«[[γωνία]], [[κόχη]]»). Αρα ετυμολογικά το [[ἄκρος]] συνδέεται με τα [[πολλά]] ομόρριζα της ρ. <i>ακ</i>- τα <i>ἀκή</i>, [[ἄκων]], <i>ἄκμη</i>, [[ἄκμων]], [[ἄκαινα]], <i>ἀκὶς</i> κ.ά. Σημασιολογικά το [[ἄκρος]] δήλωνε «τον ακρινό, τον ευρισκόμενο στην [[άκρη]]», άρα, κατ’ [[επέκταση]], «τον ακραίο», «τον απώτατο», «τον υπέρτατο», «τον έσχατο». Αυτή η «οριακή [[έννοια]]» του [[ἄκρος]] οδήγησε σε διάφορες σημασιολογικές εξελίξεις, όπως [[κυρίως]] εμφανίζονται σε [[σύνθετα]] με α' συνθ. το <i>ἄκρο</i>- <b>βλ. λ.</b> με υποκοριστική και επιτατική [[σημασία]]. Ο [[τονισμός]] του επιθέτου [[ἄκρος]] ([[αντί]] <i>ἀκρὸς</i>) οδήγησε στην [[υπόθεση]] πως η λ. ξεκίνησε από ουσιαστικό που εξελίχθηκε σε [[επίθετο]]. Οπωσδήποτε χρήσεις του επιθέτου ως ουσιαστικού, χρήσεις υστερογενείς [[μάλλον]] [[παρά]] υπολείμματα μιας αρχικής λειτουργίας της λ. [[ἄκρος]] ως ουσιαστικού, αντιπροσωπεύονται από το θηλ. [[ἄκρα]] και το ουδ. [[ἄκρον]] / [[ἄκρα]]. Τέλος, τόσο στην αρχαία όσο και στη μεσαιωνική και νεώτερη ελληνική, το επίθ. [[ἄκρος]] από κοινού με τις ουσιαστικοποιημένες του μορφές (η [[ἄκρα]] / <i>ἄκρη</i>, το [[ἄκρον]] / [[ἄκρα]]) δημιούργησαν [[πλήθος]] συνθέτων με α' συνθ. το <i>ἀκρο</i>- <b>βλ. λ.</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκραῖος]], [[ἀκρία]], <i>ἄκρο</i>(ν), [[ἀκρότης]] (-<i>ητα</i>), <i>ἀκρωτήριο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἄκρα]], <i>ἀκρίξω</i>, [[ἄκρις]], [[ἄκρων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκρα]], [[ακριμιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>δείλ</i>-<i>ακρος</i>, <i>ὕπ</i>-<i>ακρος</i>, [[ὑπέρ]]-<i>ακρος κάτ</i>-<i>ακρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄκρος:''' -α, -ον ([[ἀκή]] I),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται στο απώτατο [[σημείο]], κι έτσι [[είτε]] σημαίνει [[κορυφαίος]], Λατ. [[summus]], [[είτε]] [[εξώτατος]], ο πιο απομακρυσμένος, Λατ. [[extremus]]·<br /><b class="num">1.</b> ύψιστος, [[υψηλότατος]], <i>ἐν πόλει ἄκρῃ = ἐν ἀκροπόλει</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μέλαν]] [[ὕδωρ]] [[ἄκρον]], στην επιφάνειά του, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξώτατος]], [[ἄκρη]] [[χείρ]], <i>ἄκροι πόδες</i>, [[ἄκρος]] [[ὦμος]], [[άκρο]] χεριού, [[άκρα]] ποδιών, ακρότατο [[σημείο]] ώμου, στο ίδ., σε Θουκ.· ἐπ' [[ἄκρων]] (<i>δακτύλων</i>), [[ακροποδητί]], σε Σοφ.· <i>ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις</i>, [[απλώς]] με τα [[άκρα]] του ιστίου, δηλ. με συνεσταλμένα, μαζεμένα πανιά (για να αποφύγη την [[ορμή]] του ανέμου), σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνοκαι σημαίνει [[πληρότητα]], <i>ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ</i>, όταν είχε έρθει εντελώς το [[απόγευμα]], σε Πίνδ.· <i>ἄκρας νυκτός</i>, στο [[τέλος]] της νύχτας, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για βαθμό, ο πιο [[υψηλός]] στο είδος του, υπερβολικά [[καλός]], [[τέλειος]], [[άψογος]], [[υπέροχος]]· χρησιμοποιείται για πρόσωπα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ἄκρος]] [[μάντις]], σε Σοφ.· [[συχνά]] με αιτ. τρόπου που προστίθεται, ψυχὴν οὐκ [[ἄκρος]], όχι [[δυνατός]] στο [[μυαλό]], σε Ηρόδ.· <i>ἄκροι τὰ πολέμια</i>, ικανοί στον πόλεμο, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης με γεν. τρόπου, <i>οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως</i>, σε Πλάτ.· επίσης, [[ἄκρος]] εἴς ή [[περί]] τι, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> ως ουσ. βλ. [[ἄκρα]], [[ἄκρον]].<br /><b class="num">V. 1.</b> ουδ. ως επίρρ., στην [[κορυφή]] ή στην [[επιφάνεια]], ακριβώς [[εκεί]], [[ἄκρον]] ἐπὶ ῥηγμῖνος, στην [[άκρη]], στην [[κόψη]], στο [[χείλος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> καθ' υπερβολήν, υπερβολικά, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> ολοκληρωτικά, πλήρως, σε Πλάτ.
}}
}}