Anonymous

ἄκος: Difference between revisions

From LSJ
750 bytes added ,  30 December 2018
2
(2)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄκος]] (-ως), το (Α)<br /><b>1.</b> θεραπευτικό [[μέσον]], [[γιατρικό]]<br /><b>2.</b> [[μέσο]] ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, [[καταφυγή]]<br /><b>3.</b> [[μέσο]] για τήν [[επίτευξη]] κάποιου σκοπού<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> «[[ἄκος]] ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους, όπως αρχ. ιρλ. <i>hῑcc</i> «[[θεραπεία]]», που ανάγονται σε ΙΕ <i>y</i><i>ē</i><i>k</i>- / <i>yək</i>- «[[θεραπεύω]]». Στη [[ρίζα]] αυτή οδηγούν και οι δασυνόμενοι διαλεκτικοί τ. <i>ἀφακεῖσθαι</i> και <i>ἐφακεῖσθαι</i> του παραγώγου ρ. <i>ἀκοῦμαι</i>. Οι τ. [[ἄκος]], <i>ἀκοῦμαι</i> <b>κ.τ.ό.</b> [[πρέπει]] να [[είναι]] ιωνικοί με [[ψίλωση]], [[αφού]] [[μάλιστα]] απαντούν σπάνια στον [[αττικό]] λόγο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκέομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκεσφόρος]], [[ἀνακής]], [[ἀνηκής]], [[εὐήκης]], [[πανακής]].
|mltxt=[[ἄκος]] (-ως), το (Α)<br /><b>1.</b> θεραπευτικό [[μέσον]], [[γιατρικό]]<br /><b>2.</b> [[μέσο]] ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, [[καταφυγή]]<br /><b>3.</b> [[μέσο]] για τήν [[επίτευξη]] κάποιου σκοπού<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> «[[ἄκος]] ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους, όπως αρχ. ιρλ. <i>hῑcc</i> «[[θεραπεία]]», που ανάγονται σε ΙΕ <i>y</i><i>ē</i><i>k</i>- / <i>yək</i>- «[[θεραπεύω]]». Στη [[ρίζα]] αυτή οδηγούν και οι δασυνόμενοι διαλεκτικοί τ. <i>ἀφακεῖσθαι</i> και <i>ἐφακεῖσθαι</i> του παραγώγου ρ. <i>ἀκοῦμαι</i>. Οι τ. [[ἄκος]], <i>ἀκοῦμαι</i> <b>κ.τ.ό.</b> [[πρέπει]] να [[είναι]] ιωνικοί με [[ψίλωση]], [[αφού]] [[μάλιστα]] απαντούν σπάνια στον [[αττικό]] λόγο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκέομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκεσφόρος]], [[ἀνακής]], [[ἀνηκής]], [[εὐήκης]], [[πανακής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄκος:''' -εος, τό ([[ἀκέομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> [[γιατρειά]], [[θεραπεία]], [[ίαση]], [[περίθαλψη]], [[ανακούφιση]] για [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· απόλ., [[ἄκος]] [[εὑρεῖν]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· <i>δίζησθαι</i>, <i>ἐξευρεῖν</i>, <i>ἐκπονεῖν</i>, [[λαβεῖν]], <i>ποιεῖσθαι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· κατά ιατρική φρασ., [[ἄκος]] ἐντέμνειν, <i>τέμνειν</i>, πρβλ. [[ἐντέμνω]] II.<br /><b class="num">2.</b> [[μέσο]] με το οποίο αποκτάται [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.
}}
}}