Anonymous

ἄκριτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκριτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[κρίση]], δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για λόγους ή πράξεις) [[αλόγιστος]], [[απερίσκεπτος]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από [[δίκη]], δεν κρίθηκε, [[αδίκαστος]], [[αδοκίμαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν διακρίνεται, δεν ξεχωρίζεται εύκολα, συγκεχυμένος, [[ασυνάρτητος]]<br /><b>2.</b> ο μη διακεκριμένος, [[κοινός]], [[συνηθισμένος]]<br /><b>3.</b> [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]], [[ασταμάτητος]]<br /><b>4.</b> [[άπειρος]], [[αναρίθμητος]]<br /><b>5.</b> αυτός που δεν πήρε οριστική [[τροπή]], [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], [[απρόβλεπτος]]<br /><b>6.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε κριτή, ο [[ανεξέλεγκτος]]<br /><b>7.</b> αυτός που δεν δίνει διευκρινίσεις, δεν ερμηνεύει [[κάτι]]<br /><b>8.</b> (για τη [[μοίρα]]) αυτός που δεν κάνει [[διάκριση]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἄκριτον</i><br />[[συνεχώς]], αδιάκοπα<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «πυρετὸς [[ἄκριτος]]» — [[πυρετός]] που δεν έφθασε [[ακόμα]] στο κρίσιμο [[σημείο]], που δεν κορυφώθηκε. (<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κριτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακρισία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκριτί]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακριτόμυθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκριτόβουλος]], [[ἀκριτόδακρυς]], [[ἀκριτόφυλλος]], <i>ἀκριτόφυλος</i>, [[ἀκριτόφυρτος]], [[ἀκριτόχειρος]]<br />(μσν). <i>ἀκριτόφωνοι</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ακριτοεπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριτολόγος]]].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[αμίλητος]]<br /><b>2.</b> ο [[λιγόλογος]]<br /><b>3.</b> [[απερίγραπτος]], [[άφθαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]] «[[μιλώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κρένω]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκριτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[κρίση]], δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για λόγους ή πράξεις) [[αλόγιστος]], [[απερίσκεπτος]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από [[δίκη]], δεν κρίθηκε, [[αδίκαστος]], [[αδοκίμαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν διακρίνεται, δεν ξεχωρίζεται εύκολα, συγκεχυμένος, [[ασυνάρτητος]]<br /><b>2.</b> ο μη διακεκριμένος, [[κοινός]], [[συνηθισμένος]]<br /><b>3.</b> [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]], [[ασταμάτητος]]<br /><b>4.</b> [[άπειρος]], [[αναρίθμητος]]<br /><b>5.</b> αυτός που δεν πήρε οριστική [[τροπή]], [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], [[απρόβλεπτος]]<br /><b>6.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε κριτή, ο [[ανεξέλεγκτος]]<br /><b>7.</b> αυτός που δεν δίνει διευκρινίσεις, δεν ερμηνεύει [[κάτι]]<br /><b>8.</b> (για τη [[μοίρα]]) αυτός που δεν κάνει [[διάκριση]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἄκριτον</i><br />[[συνεχώς]], αδιάκοπα<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «πυρετὸς [[ἄκριτος]]» — [[πυρετός]] που δεν έφθασε [[ακόμα]] στο κρίσιμο [[σημείο]], που δεν κορυφώθηκε. (<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κριτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακρισία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκριτί]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακριτόμυθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκριτόβουλος]], [[ἀκριτόδακρυς]], [[ἀκριτόφυλλος]], <i>ἀκριτόφυλος</i>, [[ἀκριτόφυρτος]], [[ἀκριτόχειρος]]<br />(μσν). <i>ἀκριτόφωνοι</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ακριτοεπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριτολόγος]]].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[αμίλητος]]<br /><b>2.</b> ο [[λιγόλογος]]<br /><b>3.</b> [[απερίγραπτος]], [[άφθαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]] «[[μιλώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κρένω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄκρῐτος:''' -ο,<br /><b class="num">I. 1.</b> μη διακρινόμενος, [[αδιόρατος]], συγκεχυμένος, [[ασύλληπτος]], [[άτακτος]], [[ανάκατος]], [[ακατάστατος]], σε Όμηρ.· [[τύμβος]] [[ἄκριτος]], [[ένας]] [[κοινός]] [[αδιάκριτος]], μη [[ξεχωριστός]] [[τάφος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]], <i>ἄχεα</i>, στο ίδ.· ουδ. ως επίρρ. [[πενθήμεναι]] ἄκριτον [[αἰεί]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ὄρος]] ἄκρ., [[συνεχής]] [[οροσειρά]], σε Ανθ., Βάβρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αναποφάσιστος]], [[αμφίβολος]], <i>νείκεα</i>, [[ἄεθλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀκρίτων ὄντων</i>, ενώ το [[αποτέλεσμα]] ήταν αμφίβολο, σε Θουκ.· επίρρ. [[ἀκρίτως]], [[χωρίς]] αποφασιστικό [[αποτέλεσμα]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που δεν έχει δικαστεί, κριθεί, λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, <i>ἄκριτόν τινα κτείνειν</i>, [[θανατώνω]] κάποιον [[χωρίς]] να τον δικάσω, Λατ. indicta [[causa]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> Ενεργ., αυτός που δεν παρέχει [[κρίση]] ή [[γνωμάτευση]], στον ίδ.· ο [[χωρίς]] [[κρίση]], αυτός που δεν μπορεί να κρίνει, [[ασύνετος]], [[αστόχαστος]], [[τραχύς]], [[ισχυρογνώμων]], σε Ευρ.
}}
}}