Anonymous

ἀκαχμένος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκαχμένος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο ακονισμένος (Όμ. ε 235)<br /><b>2.</b> ο οπλισμένος με κοφτερά δόντια<br />Οππ. <i>Κυν</i>. 1.476).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης προελεύσεως [[μετοχικός]] τ. παρακειμένου. Η λ. προέρχεται [[πιθανώς]] από τον αναδιπλασιασμένο αρχικό τ. <i>ἀκ</i>-<i>ακ</i>-<i>σ</i>-[[μένος]] (με δάσυνση του <i>κ</i> σε <i>χ</i> για εκφραστικούς λόγους), τύπο ο [[οποίος]] συνδέεται με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[αιχμηρός]] κ.λπ.», ενώ κατ’ άλλους συνδέεται με το ουσ. [[ἔγχος]], αν το -<i>αχ</i>- της λ. <i>ἀκ</i>-<i>αχ</i>-[[μένος]] θεωρηθεί [[ασθενής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ἐγχ</i>- που απαντά στο ουσ. [[ἔγχος]]. Οπωσδήποτε και οι δύο απόψεις δεν [[είναι]] πολύ πειστικές. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
|mltxt=[[ἀκαχμένος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο ακονισμένος (Όμ. ε 235)<br /><b>2.</b> ο οπλισμένος με κοφτερά δόντια<br />Οππ. <i>Κυν</i>. 1.476).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης προελεύσεως [[μετοχικός]] τ. παρακειμένου. Η λ. προέρχεται [[πιθανώς]] από τον αναδιπλασιασμένο αρχικό τ. <i>ἀκ</i>-<i>ακ</i>-<i>σ</i>-[[μένος]] (με δάσυνση του <i>κ</i> σε <i>χ</i> για εκφραστικούς λόγους), τύπο ο [[οποίος]] συνδέεται με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[αιχμηρός]] κ.λπ.», ενώ κατ’ άλλους συνδέεται με το ουσ. [[ἔγχος]], αν το -<i>αχ</i>- της λ. <i>ἀκ</i>-<i>αχ</i>-[[μένος]] θεωρηθεί [[ασθενής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ἐγχ</i>- που απαντά στο ουσ. [[ἔγχος]]. Οπωσδήποτε και οι δύο απόψεις δεν [[είναι]] πολύ πειστικές. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκαχμένος:''' -η, -ον, μτχ. (όπως αν προερχόταν από [[ρήμα]] <i>*ἄκω</i>, βλ. [[ἀκή]] I), ακονισμένος, τροχισμένος, [[αιχμηρός]], λέγεται για πέλεκεις και [[ξίφη]], σε Όμηρ.
}}
}}