Anonymous

ἀκαχμένος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκαχμένος:''' -η, -ον, μτχ. (όπως αν προερχόταν από [[ρήμα]] <i>*ἄκω</i>, βλ. [[ἀκή]] I), ακονισμένος, τροχισμένος, [[αιχμηρός]], λέγεται για πέλεκεις και [[ξίφη]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀκαχμένος:''' -η, -ον, μτχ. (όπως αν προερχόταν από [[ρήμα]] <i>*ἄκω</i>, βλ. [[ἀκή]] I), ακονισμένος, τροχισμένος, [[αιχμηρός]], λέγεται για πέλεκεις και [[ξίφη]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκαχμένος:''' (ᾰκ) заостренный, остроконечный, острый ([[ἔγχος]], [[δούρατα]], [[φάσγανον]] Hom.).
}}
}}