3,274,916
edits
mNo edit summary |
(2) |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|mltxt=[[ἄλαλκε]] (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) [[απομακρύνω]] [[απωθώ]]<br /><b>βλ.</b> και [[ἀλέξω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικός και [[ποιητικός]] γενικότερα [[ρηματικός]] τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. <i>ἀλκ</i>- με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας απαντά και στο ρ. [[ἀλέξω]]. Από τον αόρ. β΄ <i>ἤλαλκον</i> ([[ἄλαλκε]]) προήλθε υποχωρητικά ο τ. του μέλλοντα <i>ἀλαλκήσω</i> και ο [[ενεστωτικός]] τ. <i>ἀλἀλκω</i><br />από τη μτχ. δε του ρ. <i>ἀλάλκω</i> προήλθε το όνομα της πόλης <i>Ἀλαλκομεναί</i>, [[καθώς]] και το επίθ. της Αθηνάς <i>Ἀλαλκομένη</i>. Στα ρηματικά παράγωγα της λ. ανήκουν και οι λ. [[ἄλκαρ]] «φυλακτήριο, [[άμυνα]]» και <i>ἀλκτὴρ</i> «αυτός που αποκρούει, απομακρύνει [[κάτι]]». Εξάλλου από την [[ίδια]] ρ. προέρχεται και το όνομα <i>ἀλκὶ</i> (που απαντά μόνο σε [[πτώση]] δοτ. και συγκεκριμένα στην ομηρική [[φράση]] <i>ἀλκὶ πεποιθὼς</i> «έχοντας [[εμπιστοσύνη]] στην [[ανδρεία]] του»), απ’ όπου και το ουσ. [[ἀλκή]]. Τέλος, με τη ρ. <i>ἀλκ</i>- συνδέονται και τα ρήματα [[ἀλκάθω]] «[[υποστηρίζω]]» και [[ἀλκάζω]] «[[εφαρμόζω]] [[δύναμη]]», [[καθώς]] και τα κύρια ονόματα <i>Ἀλκαῖος</i>, <i>Ἀλκμάων</i>, <i>Ἀλκμέων</i>, <i>Ἀλκμάν</i>, <i>Ἀλκμήνη</i>, <i>Ἄλκιμος</i>].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>Ἀλαλκομεναί</i>, <i>Ἀλαλκομένη</i>, [[ἄλκαρ]], [[ἀλκτήρ]], [[ἀλκάζω]], [[ἀλκάθω]] <b>μσν.</b> | |mltxt=[[ἄλαλκε]] (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) [[απομακρύνω]] [[απωθώ]]<br /><b>βλ.</b> και [[ἀλέξω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικός και [[ποιητικός]] γενικότερα [[ρηματικός]] τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. <i>ἀλκ</i>- με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας απαντά και στο ρ. [[ἀλέξω]]. Από τον αόρ. β΄ <i>ἤλαλκον</i> ([[ἄλαλκε]]) προήλθε υποχωρητικά ο τ. του μέλλοντα <i>ἀλαλκήσω</i> και ο [[ενεστωτικός]] τ. <i>ἀλἀλκω</i><br />από τη μτχ. δε του ρ. <i>ἀλάλκω</i> προήλθε το όνομα της πόλης <i>Ἀλαλκομεναί</i>, [[καθώς]] και το επίθ. της Αθηνάς <i>Ἀλαλκομένη</i>. Στα ρηματικά παράγωγα της λ. ανήκουν και οι λ. [[ἄλκαρ]] «φυλακτήριο, [[άμυνα]]» και <i>ἀλκτὴρ</i> «αυτός που αποκρούει, απομακρύνει [[κάτι]]». Εξάλλου από την [[ίδια]] ρ. προέρχεται και το όνομα <i>ἀλκὶ</i> (που απαντά μόνο σε [[πτώση]] δοτ. και συγκεκριμένα στην ομηρική [[φράση]] <i>ἀλκὶ πεποιθὼς</i> «έχοντας [[εμπιστοσύνη]] στην [[ανδρεία]] του»), απ’ όπου και το ουσ. [[ἀλκή]]. Τέλος, με τη ρ. <i>ἀλκ</i>- συνδέονται και τα ρήματα [[ἀλκάθω]] «[[υποστηρίζω]]» και [[ἀλκάζω]] «[[εφαρμόζω]] [[δύναμη]]», [[καθώς]] και τα κύρια ονόματα <i>Ἀλκαῖος</i>, <i>Ἀλκμάων</i>, <i>Ἀλκμέων</i>, <i>Ἀλκμάν</i>, <i>Ἀλκμήνη</i>, <i>Ἄλκιμος</i>].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>Ἀλαλκομεναί</i>, <i>Ἀλαλκομένη</i>, [[ἄλκαρ]], [[ἀλκτήρ]], [[ἀλκάζω]], [[ἀλκάθω]] <b>μσν.</b> | ||
[[ἀλαλκτήριον]]. | [[ἀλαλκτήριον]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄλαλκε:''' [ᾰλ], γʹ ενικ. αόρ. βʹ (επίσης βʹ προσ. προστ.)· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>ἀλάλκῃσι</i>· ευκτ. <i>ἀλάλκοις</i>, <i>-κοι</i>, <i>-κοιεν</i>· απαρ. [[ἀλαλκεῖν]], Επικ. [[ἀλαλκέμεναι]], <i>-[[έμεν]]</i>· μτχ. <i>ἀλαλκών</i>· [[απομακρύνω]] ή [[απωθώ]], <i>τί τινι</i>, [[κάτι]] από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· σπανιότερα <i>τί τινος</i>, στο ίδ. [Από √<i>ΑΛΚ</i> παράγονται [[ἄλαλκε]], [[ἀλκή]], [[ἄλκαρ]], [[ἄλκιμος]], [[ἀλέξω]]· όμοια με √<i>ΑΡΚ</i> (βλ. <i>Λ</i>, <i>λ</i> IV)], απ' όπου [[ἀρκέω]], Λατ. [[arceo]], [[arx]], [[arca]]). | |||
}} | }} |