ἄλαλκε

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλαλκε Medium diacritics: ἄλαλκε Low diacritics: άλαλκε Capitals: ΑΛΑΛΚΕ
Transliteration A: álalke Transliteration B: alalke Transliteration C: alalke Beta Code: a)/lalke

English (LSJ)

[ᾰλα], 3sg. aor. 2 (also 2 imper., Thgn. 13), Il.23.185, Hes.Th.527, Pi.N.4.60 (augm. ἤλαλκε Hsch.); subj. (v. infr.); opt. ἀλάλκοις, -κοι, -κοιεν, Od.13.319, Il.21.138, 22.196; in†. ἀλαλκέμεναι Il.17.153, ἀλαλκεῖν (ἀλαλκέμεν Ar.Byz.) 19.30, AP7.8 (Antip.); part. ἀλαλκών Il.9.605, AP9.374:—ward, keep off, τί τινι something from a person, Il.19.30, etc.; less freq. τί τινος 21.539; ἀ. τί τινι κρατός Od.10.288.—Hence A.R.2.235 formed fut. ἀλαλκήσουσιν, Q.S.7.267 pres. ἀλάλκουσιν. (Cf. ἀλέξω.)

Greek (Liddell-Scott)

ἄλαλκε: [ᾰλα], γ΄ ἑν. τοῦ ἀορ. β΄ (ὡσαύτως β΄ πρ. τῆς προστακτ., Θέογν. 13), Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ.: ὑποτακτ. (ἴδε κατωτέρω): εὐκτ. ἀλάλκοις, -κοι, -κοιεν, Ὀδ. Ν. 319, Ἰλ. Φ. 138., Χ. 196· ἀπαρ. ἀλαλκέμεναι, -έμεν, Ἰλ. Ρ. 153., Τ. 30· ἀλαλκεῖν μόνον ἐν Ἀνθ.: μετ. ἀλαλκών, Ἰλ. Ι. 605, Ἀνθ. Ἀπομακρύνειν τι, ἀπωθεῖν, τί τινι, ἀπὸ τινος, Ἰλ. Τ. 30, κτλ.: Σπανιώτερον, τί τινος, Φ 539: ὡσαύτως, ἀλ. τί τινι κρατός, Ὀδ. Κ. 288. - Ἄλλοι χρόνοι δὲν εἶναι εὔχρηστοι παρ’ Ὁμήρῳ, ἐπειδὴ ὁ Οὐόλφ. ὀρθῶς μετέβαλε τὸν μέλλ. ἀλαλκήσει (Ὀδ. Κ. 288) εἰς ἀόρ. ἀλάλκῃσι, ἀλλ’ ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. 2, 235 ἐσχημάτισε μέλλοντα ἀλαλκήσουσιν, καὶ ὁ Κόϊντος Σμυρ. 7. 267 ἐνεστῶτα ἀλάλκουσιν. (Ἐκ √ ΑΛΚ παράγονται ἄλαλκε, ἀλκαθεῖν, ἀλκή, ἄλκαρ, ἄλκιμος, ἀλκτήρ, ἀλέξω: τῆς √ ΑΡΚ (ἴδε στοιχ. Λ λ. ΙV), ἐξ ἧς ἀρκέω, Λατ. arceo, arx, arca· πρβλ. Σανσκρ. raksh (= arks) rakshâmi (defendo): πιθ. καὶ τὸ ἀρήγω εἶναι τροποποίησις τῆς αὐτῆς ῥίζης.

English (Autenrieth)

-εῖν, -ών: see ἀλέξω.

Greek Monolingual

ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ
βλ. και ἀλέξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ- με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα της ίδιας ρίζας απαντά και στο ρ. ἀλέξω. Από τον αόρ. β΄ ἤλαλκον (ἄλαλκε) προήλθε υποχωρητικά ο τ. του μέλλοντα ἀλαλκήσω και ο ενεστωτικός τ. ἀλἀλκω
από τη μτχ. δε του ρ. ἀλάλκω προήλθε το όνομα της πόλης Ἀλαλκομεναί, καθώς και το επίθ. της Αθηνάς Ἀλαλκομένη. Στα ρηματικά παράγωγα της λ. ανήκουν και οι λ. ἄλκαρ «φυλακτήριο, άμυνα» και ἀλκτὴρ «αυτός που αποκρούει, απομακρύνει κάτι». Εξάλλου από την ίδια ρ. προέρχεται και το όνομα ἀλκὶ (που απαντά μόνο σε πτώση δοτ. και συγκεκριμένα στην ομηρική φράση ἀλκὶ πεποιθὼς «έχοντας εμπιστοσύνη στην ανδρεία του»), απ’ όπου και το ουσ. ἀλκή. Τέλος, με τη ρ. ἀλκ- συνδέονται και τα ρήματα ἀλκάθω «υποστηρίζω» και ἀλκάζω «εφαρμόζω δύναμη», καθώς και τα κύρια ονόματα Ἀλκαῖος, Ἀλκμάων, Ἀλκμέων, Ἀλκμάν, Ἀλκμήνη, Ἄλκιμος].
ΠΑΡ. αρχ. Ἀλαλκομεναί, Ἀλαλκομένη, ἄλκαρ, ἀλκτήρ, ἀλκάζω, ἀλκάθω μσν. ἀλαλκτήριον.

Greek Monotonic

ἄλαλκε: [ᾰλ], γʹ ενικ. αόρ. βʹ (επίσης βʹ προσ. προστ.)· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. ἀλάλκῃσι· ευκτ. ἀλάλκοις, -κοι, -κοιεν· απαρ. ἀλαλκεῖν, Επικ. ἀλαλκέμεναι, -έμεν· μτχ. ἀλαλκών· απομακρύνω ή απωθώ, τί τινι, κάτι από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· σπανιότερα τί τινος, στο ίδ. [Από √ΑΛΚ παράγονται ἄλαλκε, ἀλκή, ἄλκαρ, ἄλκιμος, ἀλέξω· όμοια με √ΑΡΚ (βλ. Λ, λ IV)], απ' όπου ἀρκέω, Λατ. arceo, arx, arca).

Middle Liddell

[From !αλκ, come ἄλαλκε, ἀλκή, ἄλκαρ, ἄλκιμος, ἀλέξω: identical with !αρκ, whence ἀρκέω, Lat. arceo, arx, arca.]
to ward or keep off, τί τινι something from a person, Il., etc.; more rarely τί τινος Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄλαλκε ind. of imperat. them. aor. act. van ἀλέξω.