Anonymous

ἀλεείνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλεείνω]] (Α)<br />(επικό [[ρήμα]] που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)<br /><b>1.</b> [[αποφεύγω]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]], αποσύρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλεF</i>-<i>εν</i>-<i>jω</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. τών λ. [[ἀλέα]], [[ἀλέομαι]] και [[πρόσφυμα]] -<i>εν</i>-) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> και [[επένθεση]]].
|mltxt=[[ἀλεείνω]] (Α)<br />(επικό [[ρήμα]] που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)<br /><b>1.</b> [[αποφεύγω]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]], αποσύρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλεF</i>-<i>εν</i>-<i>jω</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. τών λ. [[ἀλέα]], [[ἀλέομαι]] και [[πρόσφυμα]] -<i>εν</i>-) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> και [[επένθεση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεείνω:''' [ᾰ], Επικ. [[ρήμα]], μόνο σε ενεστ. και παρατ.· ([[ἀλέα]]Β)· [[αποφεύγω]], [[αποκλίνω]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., <i>κτεῖναι ἀλέεινε</i>, απέφυγε να τον σκοτώσει, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}