Anonymous

ἀλεείνω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεείνω:''' [ᾰ], Επικ. [[ρήμα]], μόνο σε ενεστ. και παρατ.· ([[ἀλέα]]Β)· [[αποφεύγω]], [[αποκλίνω]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., <i>κτεῖναι ἀλέεινε</i>, απέφυγε να τον σκοτώσει, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀλεείνω:''' [ᾰ], Επικ. [[ρήμα]], μόνο σε ενεστ. και παρατ.· ([[ἀλέα]]Β)· [[αποφεύγω]], [[αποκλίνω]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., <i>κτεῖναι ἀλέεινε</i>, απέφυγε να τον σκοτώσει, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλεείνω:''' (ᾰ) (только praes. и impf.) уклоняться, избегать (τι и τινά Hom., HH, Luc.): κερδοσύνῃ ἀλέεινεν Hom. он хитро уклонился (от ответа); ἀ. ποιεῖν τι Hom. не решаться сделать что-л.
}}
}}