Anonymous

ἀλέξημα: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλέξημα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] αμυντικό ή προφυλακτικό [[μέσο]], [[υπεράσπιση]], [[προστασία]], [[βοήθεια]]<br /><b>2.</b> θεραπευτικό [[μέσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επαυξημένο με -<i>η</i>- [[θέμα]] του ρημ. [[ἀλέξω]], <b>[[πρβλ]].</b> και μέλλ. <i>ἀλεξήσω</i>].
|mltxt=[[ἀλέξημα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] αμυντικό ή προφυλακτικό [[μέσο]], [[υπεράσπιση]], [[προστασία]], [[βοήθεια]]<br /><b>2.</b> θεραπευτικό [[μέσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επαυξημένο με -<i>η</i>- [[θέμα]] του ρημ. [[ἀλέξω]], <b>[[πρβλ]].</b> και μέλλ. <i>ἀλεξήσω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλέξημα:''' -ατος, τό ([[ἀλέξω]]), [[υπεράσπιση]], [[προστασία]], [[βοήθεια]], σε Αισχύλ.
}}
}}