3,274,921
edits
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκοπος]], -ον) (και άκοβος, -η, -ο)<br />αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο [[ολόκληρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη [[ρίζα]], τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει αλεστεί ([[σιτάρι]], [[καφές]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί ή [[είναι]] δύσκολο να κοπεί «σκληρό [[ξύλο]]<br />άκοβο»<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χάσει το [[κύρος]] του<br />«[[άκοπα]] έθιμα»<br /><b>5.</b> αυτός που δεν κόβει ή δεν κόβει καλά<br />«άκοπο [[ψαλίδι]]»<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν έχει κοπεί από τα σκουλήκια (<b>Αριστοτ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκοπος]], -ον)<br />αυτός που δεν προκαλεί κόπο, που δεν κουράζει<br />«άκοπη [[εργασία]]»<br /><b>αρχ.</b><br />«τοῑς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι» (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακούραστος]]<br />«[[ἄκοπος]] κατακινεῑσθαι» (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ξεκουράζει «κατὰ τὰς ὁδοὺς ποιοῡμαι τοὺς περιπάτους<br />φησὶ γὰρ ἀκοπωτέρους [[εἶναι]] τῶν ἐν τοῑς δρόμοις» (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>ἡ [[ἄκοπος]] (Γαληνός) ή <i>τὸ ἄκοπον</i> (Γαληνός, Διοσκορίδης)<br />το δυναμωτικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[άκοπα]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκοπος]], -ον) (και άκοβος, -η, -ο)<br />αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο [[ολόκληρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη [[ρίζα]], τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει αλεστεί ([[σιτάρι]], [[καφές]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί ή [[είναι]] δύσκολο να κοπεί «σκληρό [[ξύλο]]<br />άκοβο»<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χάσει το [[κύρος]] του<br />«[[άκοπα]] έθιμα»<br /><b>5.</b> αυτός που δεν κόβει ή δεν κόβει καλά<br />«άκοπο [[ψαλίδι]]»<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν έχει κοπεί από τα σκουλήκια (<b>Αριστοτ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκοπος]], -ον)<br />αυτός που δεν προκαλεί κόπο, που δεν κουράζει<br />«άκοπη [[εργασία]]»<br /><b>αρχ.</b><br />«τοῑς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι» (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακούραστος]]<br />«[[ἄκοπος]] κατακινεῑσθαι» (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ξεκουράζει «κατὰ τὰς ὁδοὺς ποιοῡμαι τοὺς περιπάτους<br />φησὶ γὰρ ἀκοπωτέρους [[εἶναι]] τῶν ἐν τοῑς δρόμοις» (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>ἡ [[ἄκοπος]] (Γαληνός) ή <i>τὸ ἄκοπον</i> (Γαληνός, Διοσκορίδης)<br />το δυναμωτικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[άκοπα]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄκοπος:''' -ον, [[χωρίς]] κόπο, [[επομένως]],<br /><b class="num">I.</b> Παθ., [[ακούραστος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., όχι [[κουραστικός]], λέγεται για [[άλογο]], [[εύκολος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αποβάλλει την [[κούραση]], [[αναζωογονητικός]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |