Anonymous

ἄκοπος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκοπος:''' -ον, [[χωρίς]] κόπο, [[επομένως]],<br /><b class="num">I.</b> Παθ., [[ακούραστος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., όχι [[κουραστικός]], λέγεται για [[άλογο]], [[εύκολος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αποβάλλει την [[κούραση]], [[αναζωογονητικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἄκοπος:''' -ον, [[χωρίς]] κόπο, [[επομένως]],<br /><b class="num">I.</b> Παθ., [[ακούραστος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., όχι [[κουραστικός]], λέγεται για [[άλογο]], [[εύκολος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αποβάλλει την [[κούραση]], [[αναζωογονητικός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκοπος:''' <b class="num">1)</b> неутомительный (περίπατοι, [[ὄχησις]] Plat.; τὸ [[ἑστάναι]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> нетряский ([[ἵππος]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> неутомимый Plat.: ἄκοποι (v. l. к ἀκάματοι) μῆνες Soph. неутомимо следующие друг за другом месяцы;<br /><b class="num">4)</b> не подвергшийся порче, неповрежденный (ὁ [[σῖτος]] ἐαθεὶς ἐν τῷ ψύχει Arst.).
}}
}}