Anonymous

ἀκμή: Difference between revisions

From LSJ
2,148 bytes added ,  30 December 2018
2
(2)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκμή]])<br /><b>1.</b> το οξύ, το κοφτερό [[μέρος]] μεταλλικού όπλου ή οργάνου<br />«[[ακμή]] του ξυραφιού», «ἀκμὴ φασγάνου» (<b>Πίνδ.</b> Πυθ. 9, 81)<br /><b>2.</b> το κρισιμότερο [[σημείο]], η αποφασιστική [[καμπή]] μιας υποθέσεως<br />«ἐπὶ ξυροῡ ἀκμῆς» — στην [[κόψη]] του ξυραφιού (<b>[[πρβλ]].</b> Όμ. Κ 173), «ἐν τῇ θλίψει καὶ ἐν τῇ ἀκμῇ τῇ ἐπελθούσῃ ἡμῑν» (ΠΔ Μακκ. 2, 1, 7)<br /><b>3.</b> η κατάλληλη [[περίσταση]]<br />«οὐκέτ' ὀκνεῑν [[καιρός]], ἀλλ' ἔργων ἀκμὴ» (<b>Σοφ.</b> Ηλ. 22)<br /><b>4.</b> η [[πλήρης]] [[εξέλιξη]], η [[ωριμότητα]] ενός πράγματος ή μιας καταστάσεως<br />«βρίσκεται στην [[ακμή]] της δραστηριότητας»<br /><b>αρχ.</b><br />«ἀκμὴ ἥβης» (<b>Σοφ.</b> Οιδ. Τύρ. 745), «ἀκμὴ [[ἦρος]]» (<b>Πίνδ.</b> Πυθ. 4, 64), «ἀκμὴ σώματός τε καὶ φρονήσεως» (<b>Πλάτ.</b> Πολιτ. 461 a)<br /><b>5.</b> τα εξανθήματα του προσώπου που εμφανίζονται [[συνήθως]] [[κατά]] την εφηβική [[ηλικία]]<br />«[[ακμή]] νεανική» (<b>[[πρβλ]].</b> Κάσσιο Ιατροσοφιστή, 155.37)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δύναμη]], [[ζωηρότητα]] του ύφους (Ερμογ. <i>Ρήτωρ</i>, 249.2 a).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ακμή]] ξεκινώντας από την αρχική, βασική [[έννοια]] «της αιχμής, της κόψης» έφτασε με διάφορες σημασιολογικές εξελίξεις να σημάνει «το ακρότατο [[σημείο]] (μιας ενεργείας)», άρα «το ύψιστο και κρίσιμο [[σημείο]]», από όπου η σημ. «κρίσιμη, κατάλληλη, ευνοϊκή [[στιγμή]], [[περίσταση]]», [[καθώς]] και την «ακρότατη, πλήρη [[εξέλιξη]]», άρα «το [[σφρίγος]], τη [[ζωτικότητα]]». Η αιτ. <i>ἀκμὴν</i> (ανάρθρως) χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά για να δηλώσει το «[[μόλις]], [[τώρα]] δα, [[ακόμη]]». Ο τ. [[ἀκμήν]], με [[ανάπτυξη]] του φωνήεντος ο από [[επίδραση]] τών επιρρηματικών τύπων [[τότε]], [[πότε]] <b>κ.τ.ό.</b>, εξελίχθηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους σε <i>ἀκομὴν</i> &GT; <i>ἀκομή</i>, από όπου το σημερινό [[ακόμη]] και, με την επιρρ. κατάλ. -<i>α</i>, [[ακόμα]]. Η λ. <i>ἀκμὴ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀκ</i>-<i>μᾱ</i>) ετυμολογικά ανάγεται στην πολύ παραγωγική [[ρίζα]] <i>ακ</i>- που σήμαινε τον «οξύ, αιχμηρό, κοφτερό» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἄκ</i>-<i>ρος</i>, <i>ἀκ</i>-<i>ή</i>, <i>ἄκ</i>-<i>ων</i>, <i>ἀκ</i>-<i>ὶς</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακμάζω]], <i>ακμαίας</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκμηνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[παρακμή]], [[απακμή]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
|mltxt=η (Α [[ἀκμή]])<br /><b>1.</b> το οξύ, το κοφτερό [[μέρος]] μεταλλικού όπλου ή οργάνου<br />«[[ακμή]] του ξυραφιού», «ἀκμὴ φασγάνου» (<b>Πίνδ.</b> Πυθ. 9, 81)<br /><b>2.</b> το κρισιμότερο [[σημείο]], η αποφασιστική [[καμπή]] μιας υποθέσεως<br />«ἐπὶ ξυροῡ ἀκμῆς» — στην [[κόψη]] του ξυραφιού (<b>[[πρβλ]].</b> Όμ. Κ 173), «ἐν τῇ θλίψει καὶ ἐν τῇ ἀκμῇ τῇ ἐπελθούσῃ ἡμῑν» (ΠΔ Μακκ. 2, 1, 7)<br /><b>3.</b> η κατάλληλη [[περίσταση]]<br />«οὐκέτ' ὀκνεῑν [[καιρός]], ἀλλ' ἔργων ἀκμὴ» (<b>Σοφ.</b> Ηλ. 22)<br /><b>4.</b> η [[πλήρης]] [[εξέλιξη]], η [[ωριμότητα]] ενός πράγματος ή μιας καταστάσεως<br />«βρίσκεται στην [[ακμή]] της δραστηριότητας»<br /><b>αρχ.</b><br />«ἀκμὴ ἥβης» (<b>Σοφ.</b> Οιδ. Τύρ. 745), «ἀκμὴ [[ἦρος]]» (<b>Πίνδ.</b> Πυθ. 4, 64), «ἀκμὴ σώματός τε καὶ φρονήσεως» (<b>Πλάτ.</b> Πολιτ. 461 a)<br /><b>5.</b> τα εξανθήματα του προσώπου που εμφανίζονται [[συνήθως]] [[κατά]] την εφηβική [[ηλικία]]<br />«[[ακμή]] νεανική» (<b>[[πρβλ]].</b> Κάσσιο Ιατροσοφιστή, 155.37)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δύναμη]], [[ζωηρότητα]] του ύφους (Ερμογ. <i>Ρήτωρ</i>, 249.2 a).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ακμή]] ξεκινώντας από την αρχική, βασική [[έννοια]] «της αιχμής, της κόψης» έφτασε με διάφορες σημασιολογικές εξελίξεις να σημάνει «το ακρότατο [[σημείο]] (μιας ενεργείας)», άρα «το ύψιστο και κρίσιμο [[σημείο]]», από όπου η σημ. «κρίσιμη, κατάλληλη, ευνοϊκή [[στιγμή]], [[περίσταση]]», [[καθώς]] και την «ακρότατη, πλήρη [[εξέλιξη]]», άρα «το [[σφρίγος]], τη [[ζωτικότητα]]». Η αιτ. <i>ἀκμὴν</i> (ανάρθρως) χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά για να δηλώσει το «[[μόλις]], [[τώρα]] δα, [[ακόμη]]». Ο τ. [[ἀκμήν]], με [[ανάπτυξη]] του φωνήεντος ο από [[επίδραση]] τών επιρρηματικών τύπων [[τότε]], [[πότε]] <b>κ.τ.ό.</b>, εξελίχθηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους σε <i>ἀκομὴν</i> &GT; <i>ἀκομή</i>, από όπου το σημερινό [[ακόμη]] και, με την επιρρ. κατάλ. -<i>α</i>, [[ακόμα]]. Η λ. <i>ἀκμὴ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀκ</i>-<i>μᾱ</i>) ετυμολογικά ανάγεται στην πολύ παραγωγική [[ρίζα]] <i>ακ</i>- που σήμαινε τον «οξύ, αιχμηρό, κοφτερό» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἄκ</i>-<i>ρος</i>, <i>ἀκ</i>-<i>ή</i>, <i>ἄκ</i>-<i>ων</i>, <i>ἀκ</i>-<i>ὶς</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακμάζω]], <i>ακμαίας</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκμηνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[παρακμή]], [[απακμή]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκμή:''' ἡ ([[ἀκή]] I),<br /><b class="num">I.</b> [[αιχμή]], [[άκρη]], [[κόψη]], [[χείλος]]· παροιμ., <i>ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς</i>, στην [[κόψη]] του ξυραφιού, σε κρισιμώτατο [[σημείο]] (βλ. [[ξυρόν]])· <i>ἀμφιδέξιοι ἀκμαί</i>, τα ακροδάχτυλα και των [[δύο]] των χεριών, σε Σοφ.· <i>ποδοῖν ἀκμαί</i>, τα δάκτυλα των ποδιών, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> το ψηλότερο [[σημείο]] ενός πράγματος, [[άνθος]], [[ακμή]], το [[ζενίθ]] της ανθρώπινης ηλικίας, Λατ. [[flos]] aetatis, <i>ἀκμὴ ἥβης</i>, στον ίδ.· <i>ἀκμὴ βίου</i>, σε Ξεν.· ἐν ἀκμῇ [[εἶναι]] = ἀκμάζειν, σε Πλάτ.· <i>ἀκμὴν ἔχειν</i>, λέγεται για [[σιτάρι]] που έχει μεστώσει κι είναι έτοιμο για θερισμό, σε Θουκ.· επίσης λέγεται για χρόνο, ἀκ. [[ἦρος]], η [[ακμή]] της άνοιξης, σε Πίνδ.· <i>ἀκ. θέρους</i>, μεσο-καλόκαιρο, σε Ξεν.· <i>ἀκ. τῆς δόξης</i>, σε Θουκ.· περιφρ. όπως το [[βία]], [[ἀκμή]] Θησειδᾶν, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> όπως το [[καιρός]], ο πιο [[πρόσφορος]], ο καταλληλότερος, η καταλληλότερη [[περίοδος]], σε Τραγ.· <i>ἔργων</i>, λόγων [[ἀκμή]], [[καιρός]] για πράξεις, έργα, [[καιρός]] για [[λόγια]], σε Σοφ.· [[ἀκμή]] ἐστι με απαρ., είναι η κατάλληλη ώρα να κάνω, σε Αισχύλ.· ἐπ' ἀκμῆς [[εἶναι]] με απαρ., είμαι στο όριο του να κάνω [[κάτι]], σε Ευρ.· ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν [[ἀκμήν]], έχει φθάσει στο κρίσιμο [[σημείο]], σε Δημ.
}}
}}