Anonymous

ἀκμή: Difference between revisions

From LSJ
1,753 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκμή:''' ἡ ([[ἀκή]] I),<br /><b class="num">I.</b> [[αιχμή]], [[άκρη]], [[κόψη]], [[χείλος]]· παροιμ., <i>ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς</i>, στην [[κόψη]] του ξυραφιού, σε κρισιμώτατο [[σημείο]] (βλ. [[ξυρόν]])· <i>ἀμφιδέξιοι ἀκμαί</i>, τα ακροδάχτυλα και των [[δύο]] των χεριών, σε Σοφ.· <i>ποδοῖν ἀκμαί</i>, τα δάκτυλα των ποδιών, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> το ψηλότερο [[σημείο]] ενός πράγματος, [[άνθος]], [[ακμή]], το [[ζενίθ]] της ανθρώπινης ηλικίας, Λατ. [[flos]] aetatis, <i>ἀκμὴ ἥβης</i>, στον ίδ.· <i>ἀκμὴ βίου</i>, σε Ξεν.· ἐν ἀκμῇ [[εἶναι]] = ἀκμάζειν, σε Πλάτ.· <i>ἀκμὴν ἔχειν</i>, λέγεται για [[σιτάρι]] που έχει μεστώσει κι είναι έτοιμο για θερισμό, σε Θουκ.· επίσης λέγεται για χρόνο, ἀκ. [[ἦρος]], η [[ακμή]] της άνοιξης, σε Πίνδ.· <i>ἀκ. θέρους</i>, μεσο-καλόκαιρο, σε Ξεν.· <i>ἀκ. τῆς δόξης</i>, σε Θουκ.· περιφρ. όπως το [[βία]], [[ἀκμή]] Θησειδᾶν, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> όπως το [[καιρός]], ο πιο [[πρόσφορος]], ο καταλληλότερος, η καταλληλότερη [[περίοδος]], σε Τραγ.· <i>ἔργων</i>, λόγων [[ἀκμή]], [[καιρός]] για πράξεις, έργα, [[καιρός]] για [[λόγια]], σε Σοφ.· [[ἀκμή]] ἐστι με απαρ., είναι η κατάλληλη ώρα να κάνω, σε Αισχύλ.· ἐπ' ἀκμῆς [[εἶναι]] με απαρ., είμαι στο όριο του να κάνω [[κάτι]], σε Ευρ.· ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν [[ἀκμήν]], έχει φθάσει στο κρίσιμο [[σημείο]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀκμή:''' ἡ ([[ἀκή]] I),<br /><b class="num">I.</b> [[αιχμή]], [[άκρη]], [[κόψη]], [[χείλος]]· παροιμ., <i>ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς</i>, στην [[κόψη]] του ξυραφιού, σε κρισιμώτατο [[σημείο]] (βλ. [[ξυρόν]])· <i>ἀμφιδέξιοι ἀκμαί</i>, τα ακροδάχτυλα και των [[δύο]] των χεριών, σε Σοφ.· <i>ποδοῖν ἀκμαί</i>, τα δάκτυλα των ποδιών, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> το ψηλότερο [[σημείο]] ενός πράγματος, [[άνθος]], [[ακμή]], το [[ζενίθ]] της ανθρώπινης ηλικίας, Λατ. [[flos]] aetatis, <i>ἀκμὴ ἥβης</i>, στον ίδ.· <i>ἀκμὴ βίου</i>, σε Ξεν.· ἐν ἀκμῇ [[εἶναι]] = ἀκμάζειν, σε Πλάτ.· <i>ἀκμὴν ἔχειν</i>, λέγεται για [[σιτάρι]] που έχει μεστώσει κι είναι έτοιμο για θερισμό, σε Θουκ.· επίσης λέγεται για χρόνο, ἀκ. [[ἦρος]], η [[ακμή]] της άνοιξης, σε Πίνδ.· <i>ἀκ. θέρους</i>, μεσο-καλόκαιρο, σε Ξεν.· <i>ἀκ. τῆς δόξης</i>, σε Θουκ.· περιφρ. όπως το [[βία]], [[ἀκμή]] Θησειδᾶν, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> όπως το [[καιρός]], ο πιο [[πρόσφορος]], ο καταλληλότερος, η καταλληλότερη [[περίοδος]], σε Τραγ.· <i>ἔργων</i>, λόγων [[ἀκμή]], [[καιρός]] για πράξεις, έργα, [[καιρός]] για [[λόγια]], σε Σοφ.· [[ἀκμή]] ἐστι με απαρ., είναι η κατάλληλη ώρα να κάνω, σε Αισχύλ.· ἐπ' ἀκμῆς [[εἶναι]] με απαρ., είμαι στο όριο του να κάνω [[κάτι]], σε Ευρ.· ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν [[ἀκμήν]], έχει φθάσει στο κρίσιμο [[σημείο]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκμή:''' дор. [[ἀκμά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> край, кончик, острие (ὀδόντων Pind.; κερκίδων Soph.; λόγχης Eur.): ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς Soph. обеими руками; ποδοῖν ἀκμαί Soph. ступни; ἔμπυροι ἀκμαί Eur. огненные языки; ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς погов. Hom., Her. на острие бритвы, т. е. в критическом положении;<br /><b class="num">2)</b> высшая точка, высшая степень, расцвет, зрелость (ἤβης Soph.; βίου Xen.): ἐν ἀκμῇ Plat., Thuc. и ἐν ταῖς ἀκμαῖς Isocr. в цвету, в расцвете;<br /><b class="num">3)</b> разгар (θέρους Xen.): χειμῶνος αἱ περὶ τροπὰς ἀκμαί Plut. зимний солнцеворот; τῆς μάχης ἀκμὴν ὁξεῖαν ἐχούσης Plut. в самый разгар сражения;<br /><b class="num">4)</b> цвет, лучшая часть (τοῦ ναυτικοῦ Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> сила, мощь (χερῶν Aesch.; ποδῶν Pind.): ἡ τῶν ὀμμάτων ἀ. Plat. острота зрения;<br /><b class="num">6)</b> лучшая пора, наиболее подходящее время: ἥκεις εἰς ἀκμὴν [[ἐλθών]] Eur. ты пришел кстати; γάμων ἀκμαί Soph. брачный возраст; ἀ. γὰρ οὐ μακρῶν λόγων Soph. не время долго говорить; ἀκμὴν παριέναι Plat., ἀκμὴν διαφθείρειν Plut. упустить момент.
}}
}}