Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄλκαρ: Difference between revisions

From LSJ
2
mNo edit summary
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλκαρ]], το (Α)<br />(σε [[χρήση]] μόνο σε ονομαστική και [[αιτιατική]])<br /><b>1.</b> [[προπύργιο]], [[προστασία]], [[ασφάλεια]], [[άμυνα]]<br /><b>2.</b> [[υπεράσπιση]], [[προφύλαξη]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> θεραπευτικό [[μέσο]], [[φάρμακο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλέπε [[ἄλαλκε]]].
|mltxt=[[ἄλκαρ]], το (Α)<br />(σε [[χρήση]] μόνο σε ονομαστική και [[αιτιατική]])<br /><b>1.</b> [[προπύργιο]], [[προστασία]], [[ασφάλεια]], [[άμυνα]]<br /><b>2.</b> [[υπεράσπιση]], [[προφύλαξη]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> θεραπευτικό [[μέσο]], [[φάρμακο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλέπε [[ἄλαλκε]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄλκαρ:''' τό ([[ἀλκή]]), μόνο στην ονομ. και αιτ., [[φυλακτό]], [[άμυνα]], με δοτ., οὔδε τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι [[ἄλκαρ]] [[ἔσεσθαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[ἄλκαρ]] Ἀχαιῶν, η [[άμυνα]] των Αχαιών, στο ίδ.· [[αλλά]], γήραος [[ἄλκαρ]], [[ἄμυνα]] [[εναντίον]] των γηρατειών, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}