ἄλκαρ

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλκᾰρ Medium diacritics: ἄλκαρ Low diacritics: άλκαρ Capitals: ΑΛΚΑΡ
Transliteration A: álkar Transliteration B: alkar Transliteration C: alkar Beta Code: a)/lkar

English (LSJ)

τό, only nom. and acc.:—safeguard, defence, οὔδε τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι ἄ. ἔσεσθαι Il.5.644; ἄ. Ἀχαιῶν 11.823; σᾶς δάμαρτος ἄ E.Tr.590 (lyr.): c. gen. obj., γήραος ἄ. defence against old age, h.Ap.193; ἴδεος, ὑετοῦ ἄ., Call.Fr.124, A.R.2.1074: abs., remedy, Aret.CA1.1.—Ep. and Lyr. word, cf. Pi.P.10.52, Ps.-Phoc.128. Cf. ἀλέξω.

Spanish (DGE)

(ἄλκᾰρ) τό
• Morfología: [sólo en nom. y ac.]
1 defensa, baluarte, bastión c. gen. de pers. Ἀχαιῶν Il.11.823, σᾶς δάμαρτος E.Tr.590, c. dat. οὐδέ τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι ἄ. ἔσσεσθαι Il.5.644.
2 defensa, protección, refugio contra c. gen. de cosa γήραος h.Ap.193, χοιράδος ἄ. πέτρας Pi.P.10.52, κακῶν καὶ γήραος Emp.B 111.1, ὑετοῦ A.R.2.1074, ἴδεος Call.Fr.304, ἀναιδέος ὄθμ[α] τος Call.Fr.186.29, ἀνίης Nonn.D.7.76.
3 medic. remedio abs. Aret.CA 1.1.28, Hp. en Gal.19.75
c. gen. remedio para ὕδωρ ὄσσων ἄλκαρ Heliod.SHell.472.6.

German (Pape)

[Seite 99] τό, nur nom. u. acc., Schutz, Abwehr, Hom. zweimal, Iliad. 11, 823 οὐκέτι ἄλκαρ Ἀχαιῶν ἔσσεται, sie werden sich nicht mehr mit Erfolg vertheidigen, 5, 644 οὐδέ τί σε Τρώεσσιν ὀίομαι ἄλκαρ ἔσεσθαι ἐλθόντ' ἐκ Λυκίης; – Pind. ἄγκυρα ἄλκαρ πέτρας χοιράδος P. 10, 52; πίλημα πέτρου ἄλκαρ Callim. bei Schol. Soph. O. C. 314; ὑετοῦ Ap. Rh. 2, 1074; häufig bei sp. D.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc.
secours, appui.
Étymologie: ἀλκή.

Russian (Dvoretsky)

ἄλκαρ: τό (только nom. и acc. sing.) защита, оплот: ἄ. τινός и τινί Hom. защита кого-л., но ἄ. τινός HH, Pind. защита от чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλκαρ: τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτιατ.: ― φυλακτήριον, ἀλέξημα, ἄμυνα, οὔτε τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι ἄλκαρ ἔσεσθαι, Ἰλ. Ε. 644· ἄλκαρ Ἀχαιῶν, Λ. 823, ἀλλὰ γήραος ἄλκαρ, ἀλεξητήριον κατὰ τοῦ γήρατος. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπ. 193. Ἐπικὴ λέξις ἐν χρήσει μόνον παρὰ Πινδ. Π. 10, 81., Ψευδο-Φωκυλ. 120. (Συγγενὲς τῷ ἀλκή).

English (Autenrieth)

(root αλκ): protection, defence, Il. 5.644 and Il. 11.823.

English (Slater)

ἄλκαρ defence, protection ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας (P. 10.52)

Greek Monolingual

ἄλκαρ, το (Α)
(σε χρήση μόνο σε ονομαστική και αιτιατική)
1. προπύργιο, προστασία, ασφάλεια, άμυνα
2. υπεράσπιση, προφύλαξη από κάτι
3. θεραπευτικό μέσο, φάρμακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλέπε ἄλαλκε].

Greek Monotonic

ἄλκαρ: τό (ἀλκή), μόνο στην ονομ. και αιτ., φυλακτό, άμυνα, με δοτ., οὔδε τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι ἄλκαρ ἔσεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἄλκαρ Ἀχαιῶν, η άμυνα των Αχαιών, στο ίδ.· αλλά, γήραος ἄλκαρ, ἄμυνα εναντίον των γηρατειών, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ἀλκή
only in nom. and acc., a safeguard, defence, c. dat., Τρώεσσιν ἄλκαρ ἔσεσθαι Il.; c. gen. ἄλκαρ Ἀχαιῶν defence of the Achaeans, Il.; but, γήραος ἄλκαρ a defence against old age, Hhymn.

Translations

remedy

Arabic: تِرْيَاق‎; Moroccan Arabic: دْوا‎; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר‎; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان‎; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ‎; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde