Anonymous

ἄλσος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἄλσος]])<br />μικρή ή [[μεγάλη]] δασωμένη [[έκταση]], [[τόπος]] [[κατάφυτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρό ή τεχνητό [[δάσος]], [[κήπος]] για περίπατο, [[πάρκο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δάσος]] [[ιερό]], αφιερωμένο στους θεούς (<b>[[πρβλ]].</b> [[τέμενος]])<br /><b>2.</b> [[οποιοσδήποτε]] [[χώρος]], [[ακόμη]] και [[δίχως]] δέντρα, που ανήκει στους θεούς<br /><b>3.</b> «Μαραθώνιον [[ἄλσος]]», η [[πεδιάδα]] του Μαραθώνα που τή θεωρούσαν [[ιερή]], λόγω της γνωστής μάχης<br />«πόντιον [[ἄλσος]]», θαλασσινό [[λιβάδι]], δηλ. [[θάλασσα]], [[ωκεανός]]<br /><b>4.</b> στη μυκην. η λ. μαρτυρείται με το [[τοπωνύμιο]] <i>Ἄλσος</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο [[συσχετισμός]] της λ. με το [[ιερό]] της Ολυμπίας [[Ἄλτις]] οδηγεί στη σύνδεσή της με Τ. <i>ἀλτ</i>-<i>yo</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]] η λ. [[ἄλσος]] συνδέεται με [[ρίζα]] <i>ἀλ</i>- «[[τρέφω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀλδαίνω]], [[ἀλθαίνω]]), [[ετυμολογία]] που δεν ικανοποιεί σημασιολογικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλσώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλσηίς]], [[ἄλσωμα]], [[ἀλσών]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλσαῖος]] <b>νεοελλ.</b> [[αλσύλλιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αλσοκόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλσοβριθής]], [[αλσοδίαιτος]], [[αλσόπολη]], <i>αλσοφύλαξ</i>].
|mltxt=το (Α [[ἄλσος]])<br />μικρή ή [[μεγάλη]] δασωμένη [[έκταση]], [[τόπος]] [[κατάφυτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρό ή τεχνητό [[δάσος]], [[κήπος]] για περίπατο, [[πάρκο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δάσος]] [[ιερό]], αφιερωμένο στους θεούς (<b>[[πρβλ]].</b> [[τέμενος]])<br /><b>2.</b> [[οποιοσδήποτε]] [[χώρος]], [[ακόμη]] και [[δίχως]] δέντρα, που ανήκει στους θεούς<br /><b>3.</b> «Μαραθώνιον [[ἄλσος]]», η [[πεδιάδα]] του Μαραθώνα που τή θεωρούσαν [[ιερή]], λόγω της γνωστής μάχης<br />«πόντιον [[ἄλσος]]», θαλασσινό [[λιβάδι]], δηλ. [[θάλασσα]], [[ωκεανός]]<br /><b>4.</b> στη μυκην. η λ. μαρτυρείται με το [[τοπωνύμιο]] <i>Ἄλσος</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο [[συσχετισμός]] της λ. με το [[ιερό]] της Ολυμπίας [[Ἄλτις]] οδηγεί στη σύνδεσή της με Τ. <i>ἀλτ</i>-<i>yo</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]] η λ. [[ἄλσος]] συνδέεται με [[ρίζα]] <i>ἀλ</i>- «[[τρέφω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀλδαίνω]], [[ἀλθαίνω]]), [[ετυμολογία]] που δεν ικανοποιεί σημασιολογικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλσώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλσηίς]], [[ἄλσωμα]], [[ἀλσών]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλσαῖος]] <b>νεοελλ.</b> [[αλσύλλιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αλσοκόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλσοβριθής]], [[αλσοδίαιτος]], [[αλσόπολη]], <i>αλσοφύλαξ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄλσος:''' -εος, τό, αλσύλιο ή ξέφωτο δάσους, Λατ. [[saltus]], σε Όμηρ.· ξέφωτο, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}