3,270,824
edits
(2) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄλσος:''' -εος, τό, αλσύλιο ή ξέφωτο δάσους, Λατ. [[saltus]], σε Όμηρ.· ξέφωτο, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''ἄλσος:''' -εος, τό, αλσύλιο ή ξέφωτο δάσους, Λατ. [[saltus]], σε Όμηρ.· ξέφωτο, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄλσος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> священная роща, священное (заповедное) место, святилище (Ἀθηναίης Hom.; Φοίβου Ἀπόλλωνος Hes.; [[Διός]] Pind.): πόντιον ἄ. Aesch. морская святыня, т. е. море;<br /><b class="num">2)</b> роща, лесок (ἄ. [[πυκνόν]] Her.; ἄ. συσκίων δένδρων Plut.). | |||
}} | }} |