Anonymous

ἄλσος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄλσος:''' -εος, τό, αλσύλιο ή ξέφωτο δάσους, Λατ. [[saltus]], σε Όμηρ.· ξέφωτο, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἄλσος:''' -εος, τό, αλσύλιο ή ξέφωτο δάσους, Λατ. [[saltus]], σε Όμηρ.· ξέφωτο, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἄλσος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> священная роща, священное (заповедное) место, святилище (Ἀθηναίης Hom.; Φοίβου Ἀπόλλωνος Hes.; [[Διός]] Pind.): πόντιον ἄ. Aesch. морская святыня, т. е. море;<br /><b class="num">2)</b> роща, лесок (ἄ. [[πυκνόν]] Her.; ἄ. συσκίων δένδρων Plut.).
}}
}}