Anonymous

ἀμαθύνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμαθύνω]] (Α) [[ἄμαθος]] (ΙΙ)]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε άμαθο, δηλ. σε άμμο, σε [[σκόνη]], [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[εξοντώνω]],<br /><b>3.</b> [[επικαλύπτω]], [[σκεπάζω]].
|mltxt=[[ἀμαθύνω]] (Α) [[ἄμαθος]] (ΙΙ)]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε άμαθο, δηλ. σε άμμο, σε [[σκόνη]], [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[εξοντώνω]],<br /><b>3.</b> [[επικαλύπτω]], [[σκεπάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμᾰθύνω:''' [ῡ] ([[ἄμαθος]]), μόνο στον ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] ισόπεδο με την άμμο, [[καταστρέφω]] ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξαλείφω]], [[εξομαλύνω]], <i>κόνιν</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}