Anonymous

ἀμαθύνω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμᾰθύνω:''' [ῡ] ([[ἄμαθος]]), μόνο στον ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] ισόπεδο με την άμμο, [[καταστρέφω]] ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξαλείφω]], [[εξομαλύνω]], <i>κόνιν</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἀμᾰθύνω:''' [ῡ] ([[ἄμαθος]]), μόνο στον ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] ισόπεδο με την άμμο, [[καταστρέφω]] ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξαλείφω]], [[εξομαλύνω]], <i>κόνιν</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμᾰθύνω:''' (ᾰμ)<br /><b class="num">1)</b> обращать в прах или в пепел (πόλιν Hom.; τινά Aesch.; σάρκα Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> покрывать пылью (χαίτην Anth.);<br /><b class="num">3)</b> разгребать (κόνιν μέλαιναν HH).
}}
}}