Anonymous

ἀκατάστατος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάστατος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν [[είναι]] [[σταθερός]], ο [[άστατος]]<br />«[[ακατάστατος]] [[καιρός]]», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (<b>Δημοσθ.</b> 383.7)<br />«[[ἀκατάστατος]] [[πολιτεία]]» (Δίον. Αλ. 6, 74)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει [[ακόμη]] [[ίζημα]], [[κατακάθι]]<br />«[[ακατάστατος]] [[μούστος]]», «ἀκατάστατον [[οὖρον]]» (Ιπποκρ. Προρ. 1, 32)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει [[τάξη]], ο [[ανοικοκύρευτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που μετακινείται [[συνεχώς]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άστατος]], ο [[ανήσυχος]]<br />«δῆμός ἐστιν ἀσταθμητότατον... [[ὥσπερ]] θάλαττ' ἀκατάστατον» (<b>Δημοσθ.</b> 383, 6)<br /><b>2.</b> [[ασταθής]], [[ανάξιος]] εμπιστοσύνης<br />«ἀνὴρ [[δίψυχος]], [[ἀκατάστατος]] ἐν πάσαις ταῑς ὁδοῑς αὐτού» (ΚΔ Επιστ. Ιακ. 1, 8).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καθίστημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταστασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀκαταστατῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάστατος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν [[είναι]] [[σταθερός]], ο [[άστατος]]<br />«[[ακατάστατος]] [[καιρός]]», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (<b>Δημοσθ.</b> 383.7)<br />«[[ἀκατάστατος]] [[πολιτεία]]» (Δίον. Αλ. 6, 74)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει [[ακόμη]] [[ίζημα]], [[κατακάθι]]<br />«[[ακατάστατος]] [[μούστος]]», «ἀκατάστατον [[οὖρον]]» (Ιπποκρ. Προρ. 1, 32)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει [[τάξη]], ο [[ανοικοκύρευτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που μετακινείται [[συνεχώς]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άστατος]], ο [[ανήσυχος]]<br />«δῆμός ἐστιν ἀσταθμητότατον... [[ὥσπερ]] θάλαττ' ἀκατάστατον» (<b>Δημοσθ.</b> 383, 6)<br /><b>2.</b> [[ασταθής]], [[ανάξιος]] εμπιστοσύνης<br />«ἀνὴρ [[δίψυχος]], [[ἀκατάστατος]] ἐν πάσαις ταῑς ὁδοῑς αὐτού» (ΚΔ Επιστ. Ιακ. 1, 8).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καθίστημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταστασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀκαταστατῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκατάστᾰτος:''' -ον ([[καθίστημι]]), [[άστατος]], [[ασταθής]], [[ανήσυχος]], σε Δημ.
}}
}}