Anonymous

ἀκατάστατος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκατάστᾰτος:''' -ον ([[καθίστημι]]), [[άστατος]], [[ασταθής]], [[ανήσυχος]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀκατάστᾰτος:''' -ον ([[καθίστημι]]), [[άστατος]], [[ασταθής]], [[ανήσυχος]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάστᾰτος:''' непостоянный, неустойчивый, изменчивый ([[ὥσπερ]] ἐν θαλάττῃ [[πνεῦμα]] Dem.; πνεύματα Arst.; [[μειράκιον]] Polyb.; [[ἐπιθυμία]] Plut.).
}}
}}