Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἅλων: Difference between revisions

From LSJ
143 bytes added ,  30 December 2018
2
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἅλων]] (-ωνος), η (Α)<br /><b>1.</b> (ιδιαίτερα στις πλάγιες πτώσεις) [[ἅλως]] [[αλώνι]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. το «[[αλώνι]]» του φεγγαριού (<b>βλ.</b> [[άλως]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε υποχωρητικά από τη μτγν. γενική <i>ἅλωνος</i> του αττικόκλιτου ουσ. [[ἅλως]], ο (<b>βλ.</b> και [[αλωή]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁλώνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοφύλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλωνοφύλαξ]]].
|mltxt=[[ἅλων]] (-ωνος), η (Α)<br /><b>1.</b> (ιδιαίτερα στις πλάγιες πτώσεις) [[ἅλως]] [[αλώνι]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. το «[[αλώνι]]» του φεγγαριού (<b>βλ.</b> [[άλως]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε υποχωρητικά από τη μτγν. γενική <i>ἅλωνος</i> του αττικόκλιτου ουσ. [[ἅλως]], ο (<b>βλ.</b> και [[αλωή]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁλώνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοφύλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλωνοφύλαξ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἅλων:''' -ωνος, ἡ = [[ἅλως]], βρίσκεται στις πλάγιες πτώσεις, σε Αριστ.
}}
}}