3,251,689
edits
(3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἅμαξα]] και [[ἄμαξα]])<br /><b>1.</b> [[τροχοφόρο]] που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για [[μεταφορά]] ανθρώπων ή πραγμάτων από [[τόπο]] σε [[τόπο]] (στα αρχ., ειδικότερα, ο [[σκελετός]], το [[πλαίσιο]] της άμαξας, το [[αμάξωμα]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀπήνη]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «του λέω (ή του [[ψέλνω]]) τα εξ αμάξης», τον [[περιλούω]] με ένα σωρό βρισιές (αρχ. «[[ὑβρίζω]] ἐξ ἁμάξης», για τις χλευαστικές εκφράσεις και τα σκώμματα, που επιτρέπονταν στις γυναίκες, όταν αυτές πήγαιναν με άμαξες στα [[Ελευσίνια]] μυστήρια)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ατμοκίνητο ή ηλεκτροκίνητο [[τροχοφόρο]] για χερσαίες μεταφορές (και του οποίου το [[είδος]] ή ο [[προορισμός]] προσδιορίζονται επιθετικά<br />«ταχυδρομική, σιδηροδρομική κ.λπ. [[άμαξα]]»)<br /><b>2.</b> [[είδος]] παιδικού παιχνιδιού που το παίζουν δύο ή περισσότερα [[παιδιά]] με τα χέρια<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ο [[πέμπτος]] (ή ο [[τελευταίος]]) [[τροχός]] της αμάξης», για ανθρώπους στους οποίους ανατίθεται ασήμαντη [[εργασία]] ή [[υπηρεσία]] και γι' αυτό ελάχιστα μόνο υπολογίζονται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φορτίο]] άμαξας, αυτό που χωράει και μεταφέρει μια [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[δρόμος]] για άμαξες, [[αμαξιτός]]<br /><b>3.</b> [[άμαξα]] αρότρου<br /><b>4.</b> [[πλοίο]], [[καράβι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «βοῡς ὑφ' ἁμάξης», [[υποζύγιο]], [[βόδι]]<br />«ἡ [[ἅμαξα]] τὸν βοῡν» — για [[κάτι]] που γίνεται παράλογα κι [[ανάποδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της τεχνικής ορολογίας, γνωστή ήδη από τον Όμηρο. Ετυμολογικά [[είναι]] σύνθετη από το επίρρ. <i>ἅμα</i> «συγχρόνως, [[μαζί]]» και το ουσ. [[ἄξων]] με κατάλ. <i>yă</i>, δηλ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἅμ</i>-<i>αξ</i>-<i>ya</i>. Αρχικά η λ. δήλωνε τον «διάξονο» και [[επομένως]] τετράτροχο [[σκελετό]], [[πλαίσιο]] οχήματος [[πάνω]] στο οποίο στηρίζεται το [[αμάξωμα]]. Κατ' [[επέκταση]] δήλωνε «τετράτροχο όχημα» σε [[αντιδιαστολή]] με τις λ. [[δίφρος]] «πολεμικό [[άρμα]]» και [[ἅρμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁμάξιον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁμαξεύς]], <i>ἁμαξιαῑος</i>, [[ἁμαξίς]], [[ἁμαξίτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἁμαξεύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁμαξάριον]], [[ἁμαξάριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμαξάδα]], [[αμάξωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αμαξόβιος]], [[αμαξοπηγός]], [[αμαξουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁμαξήλατος]], [[ἁμαξήρης]], [[ἁμαξιτός]], [[ἁμάξοικος]], [[ἁμαξοκυλιστής]], [[ἁμαξοπληθής]], [[ἁμαξοφόρητος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁμαξελάτης]], [[ἁμαξηγός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ἁμαξηλάτης]], [[ἁμαξοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμαξαγώγιο]], [[αμαξαγωγός]], [[αμαξόποδες]], [[αμαξοποιός]], [[αμαξοπώλης]], [[αμαξοστάσιο]], [[αμαξόστρατα]], <i>αμαξοφοβία</i>, [[αμαξοφόρτωμα]]]. | |mltxt=η (Α [[ἅμαξα]] και [[ἄμαξα]])<br /><b>1.</b> [[τροχοφόρο]] που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για [[μεταφορά]] ανθρώπων ή πραγμάτων από [[τόπο]] σε [[τόπο]] (στα αρχ., ειδικότερα, ο [[σκελετός]], το [[πλαίσιο]] της άμαξας, το [[αμάξωμα]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀπήνη]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «του λέω (ή του [[ψέλνω]]) τα εξ αμάξης», τον [[περιλούω]] με ένα σωρό βρισιές (αρχ. «[[ὑβρίζω]] ἐξ ἁμάξης», για τις χλευαστικές εκφράσεις και τα σκώμματα, που επιτρέπονταν στις γυναίκες, όταν αυτές πήγαιναν με άμαξες στα [[Ελευσίνια]] μυστήρια)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ατμοκίνητο ή ηλεκτροκίνητο [[τροχοφόρο]] για χερσαίες μεταφορές (και του οποίου το [[είδος]] ή ο [[προορισμός]] προσδιορίζονται επιθετικά<br />«ταχυδρομική, σιδηροδρομική κ.λπ. [[άμαξα]]»)<br /><b>2.</b> [[είδος]] παιδικού παιχνιδιού που το παίζουν δύο ή περισσότερα [[παιδιά]] με τα χέρια<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ο [[πέμπτος]] (ή ο [[τελευταίος]]) [[τροχός]] της αμάξης», για ανθρώπους στους οποίους ανατίθεται ασήμαντη [[εργασία]] ή [[υπηρεσία]] και γι' αυτό ελάχιστα μόνο υπολογίζονται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φορτίο]] άμαξας, αυτό που χωράει και μεταφέρει μια [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[δρόμος]] για άμαξες, [[αμαξιτός]]<br /><b>3.</b> [[άμαξα]] αρότρου<br /><b>4.</b> [[πλοίο]], [[καράβι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «βοῡς ὑφ' ἁμάξης», [[υποζύγιο]], [[βόδι]]<br />«ἡ [[ἅμαξα]] τὸν βοῡν» — για [[κάτι]] που γίνεται παράλογα κι [[ανάποδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της τεχνικής ορολογίας, γνωστή ήδη από τον Όμηρο. Ετυμολογικά [[είναι]] σύνθετη από το επίρρ. <i>ἅμα</i> «συγχρόνως, [[μαζί]]» και το ουσ. [[ἄξων]] με κατάλ. <i>yă</i>, δηλ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἅμ</i>-<i>αξ</i>-<i>ya</i>. Αρχικά η λ. δήλωνε τον «διάξονο» και [[επομένως]] τετράτροχο [[σκελετό]], [[πλαίσιο]] οχήματος [[πάνω]] στο οποίο στηρίζεται το [[αμάξωμα]]. Κατ' [[επέκταση]] δήλωνε «τετράτροχο όχημα» σε [[αντιδιαστολή]] με τις λ. [[δίφρος]] «πολεμικό [[άρμα]]» και [[ἅρμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁμάξιον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁμαξεύς]], <i>ἁμαξιαῑος</i>, [[ἁμαξίς]], [[ἁμαξίτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἁμαξεύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁμαξάριον]], [[ἁμαξάριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμαξάδα]], [[αμάξωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αμαξόβιος]], [[αμαξοπηγός]], [[αμαξουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁμαξήλατος]], [[ἁμαξήρης]], [[ἁμαξιτός]], [[ἁμάξοικος]], [[ἁμαξοκυλιστής]], [[ἁμαξοπληθής]], [[ἁμαξοφόρητος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁμαξελάτης]], [[ἁμαξηγός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ἁμαξηλάτης]], [[ἁμαξοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμαξαγώγιο]], [[αμαξαγωγός]], [[αμαξόποδες]], [[αμαξοποιός]], [[αμαξοπώλης]], [[αμαξοστάσιο]], [[αμαξόστρατα]], <i>αμαξοφοβία</i>, [[αμαξοφόρτωμα]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄμαξᾰ:''' [ᾰ], Αττ. ἅμ-αξα, <i>ἡ</i> ([[ἅμα]], [[ἄγω]]), <b>I.1.</b> [[άμαξα]], τετράτροχο κάρο, [[αραμπάς]], αντίθ. προς το πολεμικό [[άρμα]] ([[ἅρμα]]), Λατ. [[plaustrum]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., «αμαξία», φορτίο άμαξας από, <i>πετρῶν</i>, <i>σίτου</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[άμαξα]] αρότρου, Λατ. [[currus]], σε Ησίοδ.· ο [[αστερισμός]] [[άμαξα]] στον ουρανό, η Μεγάλη Άρκτος ([[ἄρκτος]]), σε Όμηρ.<br /><b class="num">III.</b> [[ἁμαξιτός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |