Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄμαξα: Difference between revisions

From LSJ
1a
(2)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄμαξᾰ:''' [ᾰ], Αττ. ἅμ-αξα, <i>ἡ</i> ([[ἅμα]], [[ἄγω]]), <b>I.1.</b> [[άμαξα]], τετράτροχο κάρο, [[αραμπάς]], αντίθ. προς το πολεμικό [[άρμα]] ([[ἅρμα]]), Λατ. [[plaustrum]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., «αμαξία», φορτίο άμαξας από, <i>πετρῶν</i>, <i>σίτου</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[άμαξα]] αρότρου, Λατ. [[currus]], σε Ησίοδ.· ο [[αστερισμός]] [[άμαξα]] στον ουρανό, η Μεγάλη Άρκτος ([[ἄρκτος]]), σε Όμηρ.<br /><b class="num">III.</b> [[ἁμαξιτός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἄμαξᾰ:''' [ᾰ], Αττ. ἅμ-αξα, <i>ἡ</i> ([[ἅμα]], [[ἄγω]]), <b>I.1.</b> [[άμαξα]], τετράτροχο κάρο, [[αραμπάς]], αντίθ. προς το πολεμικό [[άρμα]] ([[ἅρμα]]), Λατ. [[plaustrum]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., «αμαξία», φορτίο άμαξας από, <i>πετρῶν</i>, <i>σίτου</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[άμαξα]] αρότρου, Λατ. [[currus]], σε Ησίοδ.· ο [[αστερισμός]] [[άμαξα]] στον ουρανό, η Μεγάλη Άρκτος ([[ἄρκτος]]), σε Όμηρ.<br /><b class="num">III.</b> [[ἁμαξιτός]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἅμα, ἄγω]<br /><b class="num">I.</b> a wagon, [[wain]], opp. to the war-[[chariot]] ([[ἅρμα]]), Lat. [[plaustrum]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. a wagon-[[load]] of, πετρῶν, σίτου Xen.<br /><b class="num">II.</b> the [[carriage]] of the [[plough]], Lat. [[currus]], Hes.:—Charles' [[wain]] in the heavens, the Great Bear ([[ἄρκτος]]), Hom.<br /><b class="num">III.</b> = [[ἁμαξιτός]], Anth.
}}
}}