Anonymous

ἀμίσθωτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμίσθωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μισθώθηκε, δεν ενοικιάστηκε, και που [[επομένως]] δεν αποφέρει [[μισθό]], [[εισόδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μισθωτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μισθῶ</i> -<i>ώνω</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμίσθωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μισθώθηκε, δεν ενοικιάστηκε, και που [[επομένως]] δεν αποφέρει [[μισθό]], [[εισόδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μισθωτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μισθῶ</i> -<i>ώνω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμίσθωτος:''' -ον ([[μισθόω]]), αυτός που δεν αποφέρει [[εισόδημα]], σε Δημ.
}}
}}