Anonymous

ἀμίσθωτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμίσθωτος:''' -ον ([[μισθόω]]), αυτός που δεν αποφέρει [[εισόδημα]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀμίσθωτος:''' -ον ([[μισθόω]]), αυτός που δεν αποφέρει [[εισόδημα]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμίσθωτος:''' <b class="num">1)</b> не сдаваемый в наем, не приносящий дохода ([[οἶκος]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> неоплачиваемый (ξένοι Diod.).
}}
}}