Anonymous

ἀμεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμεύομαι]] (Α) ([[δωρικός]] [[τύπος]] σε [[χρήση]] μόνο στον μέλλοντα και αόριστο)<br /><b>1.</b> [[ξεπερνώ]], [[νικώ]]<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός [[ρηματικός]] τ. που αρχικά σήμαινε «[[κινώ]], [[διακινώ]]», [[κατόπιν]] «[[ανταλλάσσω]]» και τελικά προσέλαβε, κατ’ [[επέκταση]], τη [[σημασία]] «[[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], [[αξίζω]]». Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να συνδέεται με το ρ. [[ἀμύνω]], [[καθώς]] και με τα: λατ. <i>moveo</i> «[[κινώ]]», αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ī</i><i>ivati</i> «[[μετακινώ]], [[σπρώχνω]]», χεττιτ. <i>maušzi</i> «[[πέφτω]]» κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμευσιεπής]], [[ἀμεύσιμος]], [[ἀμευσίπορος]].
|mltxt=[[ἀμεύομαι]] (Α) ([[δωρικός]] [[τύπος]] σε [[χρήση]] μόνο στον μέλλοντα και αόριστο)<br /><b>1.</b> [[ξεπερνώ]], [[νικώ]]<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός [[ρηματικός]] τ. που αρχικά σήμαινε «[[κινώ]], [[διακινώ]]», [[κατόπιν]] «[[ανταλλάσσω]]» και τελικά προσέλαβε, κατ’ [[επέκταση]], τη [[σημασία]] «[[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], [[αξίζω]]». Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να συνδέεται με το ρ. [[ἀμύνω]], [[καθώς]] και με τα: λατ. <i>moveo</i> «[[κινώ]]», αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ī</i><i>ivati</i> «[[μετακινώ]], [[σπρώχνω]]», χεττιτ. <i>maušzi</i> «[[πέφτω]]» κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμευσιεπής]], [[ἀμεύσιμος]], [[ἀμευσίπορος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμεύομαι:''' Αιολ. αντί <i>ἀμείβομαι</i>, [[υπερτερώ]], [[νικώ]], [[κυριαρχώ]], σε Πίνδ.
}}
}}