Anonymous

ἀμεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμεύομαι:''' Αιολ. αντί <i>ἀμείβομαι</i>, [[υπερτερώ]], [[νικώ]], [[κυριαρχώ]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀμεύομαι:''' Αιολ. αντί <i>ἀμείβομαι</i>, [[υπερτερώ]], [[νικώ]], [[κυριαρχώ]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμεύομαι:''' (ᾰμ) только fut. и aor. превосходить, побеждать (ἀμεύσασθαι ἀντίους Pind.).
}}
}}