3,277,301
edits
(3) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἅμιλλα]])<br /><b>1.</b> [[αγώνας]] για την [[υπεροχή]], [[προσπάθεια]] δύο ή περισσοτέρων για [[υπερτέρηση]], [[συναγωνισμός]], [[ανταγωνισμός]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβαίος]] [[ζήλος]], [[αγώνας]], [[προσπάθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με επίθ.) «[[ἅμιλλα]] [[φιλόπλουτος]], [[πολύτεκνος]]» — [[αγώνας]] για πλούτη, για [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἅμιλλα]] ἵππων», [[αγώνας]] ιπποδρομίας<br />«ἅμιλλαν [[τίθημι]] ἤ [[προτίθημι]]», [[προτείνω]] αγώνα<br />«ἅμιλλαν ποιοῡμαι», [[αμιλλώμαι]], [[διαγωνίζομαι]], [[αγωνίζομαι]], [[πρόθυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστη στον Όμηρο με ιδιαίτερα συχνή [[χρήση]] στους λοιπούς ποιητές και στους Αττικούς πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται [[συνήθως]] σε αρχικό τ. <i>ἅμ</i>-<i>ιλ</i>-<i>yα</i>, από όπου προήλθε με [[αφομοίωση]] (<b>[[πρβλ]].</b> και τις λ. [[θύελλα]], [[άμαλλα]]). Η [[ακριβής]] όμως [[προέλευση]] τών επιμέρους στοιχείων της λ. [[είναι]] άγνωστη. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το επίρρ. <i>ἅμα</i> «[[μαζί]]» και β΄ συνθ. το ουσ. <i>ἴλη</i> «[[ομάδα]] ανθρώπων, όμιλος, [[τμήμα]] ιππικού». Το β΄ συνθετικό δημιουργεί προβλήματα και λόγω της σημασίας του και λόγω της υπάρξεως αρκτικού <i>F</i> στον αρχικό τύπο της λέξεως. Προτιμότερη θεωρείται [[άλλη]] [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία το [[μόρφημα]] -<i>ιλ</i>- της λ. αποτελεί [[στοιχείο]] της καταλήξεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἁμιλλῶμαι</i>]. | |mltxt=η (Α [[ἅμιλλα]])<br /><b>1.</b> [[αγώνας]] για την [[υπεροχή]], [[προσπάθεια]] δύο ή περισσοτέρων για [[υπερτέρηση]], [[συναγωνισμός]], [[ανταγωνισμός]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβαίος]] [[ζήλος]], [[αγώνας]], [[προσπάθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με επίθ.) «[[ἅμιλλα]] [[φιλόπλουτος]], [[πολύτεκνος]]» — [[αγώνας]] για πλούτη, για [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἅμιλλα]] ἵππων», [[αγώνας]] ιπποδρομίας<br />«ἅμιλλαν [[τίθημι]] ἤ [[προτίθημι]]», [[προτείνω]] αγώνα<br />«ἅμιλλαν ποιοῡμαι», [[αμιλλώμαι]], [[διαγωνίζομαι]], [[αγωνίζομαι]], [[πρόθυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστη στον Όμηρο με ιδιαίτερα συχνή [[χρήση]] στους λοιπούς ποιητές και στους Αττικούς πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται [[συνήθως]] σε αρχικό τ. <i>ἅμ</i>-<i>ιλ</i>-<i>yα</i>, από όπου προήλθε με [[αφομοίωση]] (<b>[[πρβλ]].</b> και τις λ. [[θύελλα]], [[άμαλλα]]). Η [[ακριβής]] όμως [[προέλευση]] τών επιμέρους στοιχείων της λ. [[είναι]] άγνωστη. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το επίρρ. <i>ἅμα</i> «[[μαζί]]» και β΄ συνθ. το ουσ. <i>ἴλη</i> «[[ομάδα]] ανθρώπων, όμιλος, [[τμήμα]] ιππικού». Το β΄ συνθετικό δημιουργεί προβλήματα και λόγω της σημασίας του και λόγω της υπάρξεως αρκτικού <i>F</i> στον αρχικό τύπο της λέξεως. Προτιμότερη θεωρείται [[άλλη]] [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία το [[μόρφημα]] -<i>ιλ</i>- της λ. αποτελεί [[στοιχείο]] της καταλήξεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἁμιλλῶμαι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἅμιλλα:''' -ης, ἡ ([[ἅμα]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αγώνας]] για [[επικράτηση]], [[συμπλοκή]], [[σύγκρουση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., <i>ἰσχύος ἅμ</i>., [[δοκιμή]] ισχύος, σε Πίνδ.· <i>ποδοῖν</i>, <i>λόγων ἅμ</i>., σε Ευρ.· <i>ἀρετῆς</i>, σε Πλάτ.· με γεν. αντικ., <i>ἅμ. λέκτρων</i>, [[συναγωνισμός]] για γάμο, σε Ευρ.· ομοίως με επίθ., ἅμ. [[φιλόπλουτος]], [[πολύτεκνος]], [[αγώνας]] για [[απόκτηση]] πλούτου ή παιδιών, στον ίδ. | |||
}} | }} |