Anonymous

ἅμιλλα: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἅμιλλα:''' -ης, ἡ ([[ἅμα]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αγώνας]] για [[επικράτηση]], [[συμπλοκή]], [[σύγκρουση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., <i>ἰσχύος ἅμ</i>., [[δοκιμή]] ισχύος, σε Πίνδ.· <i>ποδοῖν</i>, <i>λόγων ἅμ</i>., σε Ευρ.· <i>ἀρετῆς</i>, σε Πλάτ.· με γεν. αντικ., <i>ἅμ. λέκτρων</i>, [[συναγωνισμός]] για γάμο, σε Ευρ.· ομοίως με επίθ., ἅμ. [[φιλόπλουτος]], [[πολύτεκνος]], [[αγώνας]] για [[απόκτηση]] πλούτου ή παιδιών, στον ίδ.
|lsmtext='''ἅμιλλα:''' -ης, ἡ ([[ἅμα]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αγώνας]] για [[επικράτηση]], [[συμπλοκή]], [[σύγκρουση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., <i>ἰσχύος ἅμ</i>., [[δοκιμή]] ισχύος, σε Πίνδ.· <i>ποδοῖν</i>, <i>λόγων ἅμ</i>., σε Ευρ.· <i>ἀρετῆς</i>, σε Πλάτ.· με γεν. αντικ., <i>ἅμ. λέκτρων</i>, [[συναγωνισμός]] για γάμο, σε Ευρ.· ομοίως με επίθ., ἅμ. [[φιλόπλουτος]], [[πολύτεκνος]], [[αγώνας]] για [[απόκτηση]] πλούτου ή παιδιών, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἅμιλλα:''' (ᾰμ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> состязание, соревнование, борьба ([[νεῶν]], ἵππων Her.; ἅ. περί τινος Isocr. и ἐπί τινι Dem.): ἅ. τινος Aesch., Eur., Plat. соперничество в чем-л.; ἅ. αἵματος Eur. кровавая борьба; ἅμιλλαν (προ)τιθέναι Eur. предлагать (вступить в) состязание; ἅμιλλαν ποιεῖσθαι πρός τινα Plat. вести борьбу с кем-л.; ἐξ ἁμίλλης Plut. наперебой или взапуски;<br /><b class="num">2)</b> стремление: [[φιλόπλουτος]] ἅ. Eur. погоня за богатством;<br /><b class="num">3)</b> удар: αὐτοσίδαρος διὰ σαρκὸς ἅ. Eur. удар мечом насквозь.
}}
}}