Anonymous

ἀμπελουργός: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀμπελουργός]])<br />[[καλλιεργητής]] αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμπελος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπελουργία]], [[αμπελουργικός]], [[αμπελουργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελουργεῖον]], [[ἀμπελούργημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμπελουργικώς</i>].
|mltxt=ο (Α [[ἀμπελουργός]])<br />[[καλλιεργητής]] αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμπελος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπελουργία]], [[αμπελουργικός]], [[αμπελουργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελουργεῖον]], [[ἀμπελούργημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμπελουργικώς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμπελουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που καλλιεργεί αμπέλια, σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}