Anonymous

ἀμφινέμομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφινέμομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] [[γύρω]] από κάποιον ή [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]], [[περιστοιχίζω]].
|mltxt=[[ἀμφινέμομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] [[γύρω]] από κάποιον ή [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]], [[περιστοιχίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφινέμομαι:''' Μέσ., λέγεται για βοοειδή, [[περιτρέφομαι]], ([[βόσκω]] [[τριγύρω]])· [[έπειτα]] λέγεται για πρόσωπα, περικατοικώ, [[διαμένω]] [[τριγύρω]], με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}