Anonymous

ἀμφινέμομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφινέμομαι:''' Μέσ., λέγεται για βοοειδή, [[περιτρέφομαι]], ([[βόσκω]] [[τριγύρω]])· [[έπειτα]] λέγεται για πρόσωπα, περικατοικώ, [[διαμένω]] [[τριγύρω]], με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀμφινέμομαι:''' Μέσ., λέγεται για βοοειδή, [[περιτρέφομαι]], ([[βόσκω]] [[τριγύρω]])· [[έπειτα]] λέγεται για πρόσωπα, περικατοικώ, [[διαμένω]] [[τριγύρω]], με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφινέμομαι:''' <b class="num">1)</b> жить вокруг, т. е. обитать, населять (Κρήτην, Ὄλυμπον Hom.; πόλιν Pind.);<br /><b class="num">2)</b> окружать ([[ὄλβος]] ἀμφινέμεταί τινα Pind.).
}}
}}