Anonymous

ἀμφήρης: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀμφήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,<br /><b>2.</b> ασφαλισμένος, [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής [[πυρός]] με [[τάξη]] στοιβαγμένα [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[συναρμολογώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμφηρικὸς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λογχήρης]], [[χαλκήρης]], [[ποδήρης]] <b>κ.ά.</b>)].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀμφήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κουπιά]] και στις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> «ἀμφῆρες [[δόρυ]]», ελαφριά [[βάρκα]], με δύο [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἐρέσσω]] «[[κωπηλατώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχυήρης]], [[τετρήρης]], [[τριήρης]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀμφήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,<br /><b>2.</b> ασφαλισμένος, [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής [[πυρός]] με [[τάξη]] στοιβαγμένα [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[συναρμολογώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμφηρικὸς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λογχήρης]], [[χαλκήρης]], [[ποδήρης]] <b>κ.ά.</b>)].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀμφήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κουπιά]] και στις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> «ἀμφῆρες [[δόρυ]]», ελαφριά [[βάρκα]], με δύο [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἐρέσσω]] «[[κωπηλατώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχυήρης]], [[τετρήρης]], [[τριήρης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφήρης:''' -ές (βλ. -[[ήρης]]), [[καλά]] προσαρμοσμένος και από τις [[δύο]] πλευρές, ἀμφῆρες [[δόρυ]], λέγεται για το διπλό [[πηδάλιο]] που χρησιμοποιούνταν στα ελληνικά πλοία, (βλ. [[πηδάλιον]]), σε Ευρ.
}}
}}