3,277,180
edits
(3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφικύπελλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> στον Όμηρο [[πάντοτε]] στη φρ. «[[δέπας]] [[ἀμφικύπελλον]]», τέτοιο δηλ. που να αποτελεί [[κύπελλο]] και στην [[κορυφή]] και στη [[βάση]] του<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον Αρίσταρχο, [[έτσι]] ονομάζεται το [[κύπελλο]] που έχει δύο λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύπελλον]]. | |mltxt=[[ἀμφικύπελλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> στον Όμηρο [[πάντοτε]] στη φρ. «[[δέπας]] [[ἀμφικύπελλον]]», τέτοιο δηλ. που να αποτελεί [[κύπελλο]] και στην [[κορυφή]] και στη [[βάση]] του<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον Αρίσταρχο, [[έτσι]] ονομάζεται το [[κύπελλο]] που έχει δύο λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύπελλον]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφικύπελλος:''' -ον, στον Όμηρ. [[ἀμφικύπελλον]] [[δέπας]], διπλό [[κύπελλο]], δηλ. αυτό που αποτελεί [[κύπελλο]] και στην [[κορυφή]] και στον πάτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρβλ. [[ἀμφίθετος]]. | |||
}} | }} |