Anonymous

ἀμφικύπελλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφικύπελλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> στον Όμηρο [[πάντοτε]] στη φρ. «[[δέπας]] [[ἀμφικύπελλον]]», τέτοιο δηλ. που να αποτελεί [[κύπελλο]] και στην [[κορυφή]] και στη [[βάση]] του<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον Αρίσταρχο, [[έτσι]] ονομάζεται το [[κύπελλο]] που έχει δύο λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύπελλον]].
|mltxt=[[ἀμφικύπελλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> στον Όμηρο [[πάντοτε]] στη φρ. «[[δέπας]] [[ἀμφικύπελλον]]», τέτοιο δηλ. που να αποτελεί [[κύπελλο]] και στην [[κορυφή]] και στη [[βάση]] του<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον Αρίσταρχο, [[έτσι]] ονομάζεται το [[κύπελλο]] που έχει δύο λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύπελλον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφικύπελλος:''' -ον, στον Όμηρ. [[ἀμφικύπελλον]] [[δέπας]], διπλό [[κύπελλο]], δηλ. αυτό που αποτελεί [[κύπελλο]] και στην [[κορυφή]] και στον πάτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρβλ. [[ἀμφίθετος]].
}}
}}