ἀμφικύπελλος

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικύπελλος Medium diacritics: ἀμφικύπελλος Low diacritics: αμφικύπελλος Capitals: ΑΜΦΙΚΥΠΕΛΛΟΣ
Transliteration A: amphikýpellos Transliteration B: amphikypellos Transliteration C: amfikypellos Beta Code: a)mfiku/pellos

English (LSJ)

ἀμφικύπελλον, in Hom. always δέπας ἀμφικύπελλος double cup, such as forms a κύπελλον both at top and bottom, Il.1.584,al.: ἀμφικύπελλα are compared with the cell of a honeycomb, as possessing ἀμφίστομοι θυρίδες, Arist.HA624a9; but acc. to Aristarch., two-handled, cf. Ath. 11.783b (post 11.466c).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 de dos copas, δέπας ἀ. prob. formado por dos recipientes unidos por su base o bien lateralmente, usado en banquetes y libaciones Il.1.584, 9.656, Od.3.63, 8.89, 20.153, 22.86
usado como objeto de regalo o premio Il.6.220, 23.656, 663, Od.15.102, 120
subst. ἀμφικύπελλα comparando las ἀμφίστομοι θυρίδες de las abejas c. estas copas dobles, Arist.HA 624a9.
2 prob. (según Aristarco) de dos asas δέπας en una escena de sacrificio Il.23.219, seguro Κνώσσιον ἀμφικύπελλον ... δέπας Nonn.D.37.83, pero cf. Ath.783b (post 466c).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(vase) à double coupe, càd dont le pied évasé forme une coupe comme la partie supérieure.
Étymologie: ἀμφί, κύπελλον.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφικύπελλος: с двухсторонней полостью, двойной (δέπας Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικύπελλος: -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε δέπας ἀμφικύπελλον, δικύπελλον ποτήριον, τοιοῦτον ὥστε νὰ δύναται νὰ ἀποτελῇ κύπελλον ἑκατέρωθεν, «ἔκπωμα ἀμφοτέρωθεν κοῖλον καὶ περιφερές» Σχόλ. Ἴδε καὶ Κορ. εἰς Ἰλ. Α. 584 καὶ 596, σ. 125 καὶ 127 (πρβλ. ἀμφίθετος, ἀμφίδυσις, περίποτος). - Ὁ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 9, παραβάλλει πρὸς αὐτὸ τὴν κυψέλην τῆς κηρήθρας ὡς ἔχουσαν ἀμφιστόμους θυρίδας: πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. καὶ περὶ ἄλλων ἑρμηνειῶν, ἴδε Ἀθήν. 783 (ἔκδ. Meineke, τόμ. ΙΙ, σ. 349) καὶ Τρωάδα Σχλίεμαν σ. 313 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ.

Greek Monolingual

ἀμφικύπελλος, -ον (Α)
1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «δέπας ἀμφικύπελλον», τέτοιο δηλ. που να αποτελεί κύπελλο και στην κορυφή και στη βάση του
2. κατά τον Αρίσταρχο, έτσι ονομάζεται το κύπελλο που έχει δύο λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κύπελλον.

Greek Monotonic

ἀμφικύπελλος: -ον, στον Όμηρ. ἀμφικύπελλον δέπας, διπλό κύπελλο, δηλ. αυτό που αποτελεί κύπελλο και στην κορυφή και στον πάτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρβλ. ἀμφίθετος.

Middle Liddell

[cf. ἀμφίθετος.]
in Hom. ἀμφικύπελλον δέπας, a double cup, i. e. one that forms a cup both at top and bottom, Il., etc.