Anonymous

ἀμετανόητος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αμετανόητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, [[αμεταμέλητος]], [[αδιόρθωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μετανοῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμετανοησία</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[αμετανόητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, [[αμεταμέλητος]], [[αδιόρθωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μετανοῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμετανοησία</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμετανόητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει [[μεταμέλεια]], [[κάτι]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν μετανοεί, [[αμετανόητος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}