Anonymous

ἀμφιπλήξ: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιπλήξ]] (-ῆγος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> (για [[ξίφη]]) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, [[αμφίστομος]], [[δίκοπος]]<br /><b>2.</b> ([[κατάρα]]) που εκτοξεύεται από [[πατέρα]] και [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλήξ]] <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]], [[πλήττω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἁλιπλήξ]], [[οἰστροπλήξ]], [[παραπλήξ]] κ.ά.].
|mltxt=[[ἀμφιπλήξ]] (-ῆγος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> (για [[ξίφη]]) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, [[αμφίστομος]], [[δίκοπος]]<br /><b>2.</b> ([[κατάρα]]) που εκτοξεύεται από [[πατέρα]] και [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλήξ]] <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]], [[πλήττω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἁλιπλήξ]], [[οἰστροπλήξ]], [[παραπλήξ]] κ.ά.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ ([[πλήσσω]]), αυτός που χτυπά και με τις [[δύο]] πλευρές, αυτός που έχει [[δύο]] αιχμές, σε Σοφ.
}}
}}