Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμφιπλήξ: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ ([[πλήσσω]]), αυτός που χτυπά και με τις [[δύο]] πλευρές, αυτός που έχει [[δύο]] αιχμές, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀμφιπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ ([[πλήσσω]]), αυτός που χτυπά και με τις [[δύο]] πλευρές, αυτός που έχει [[δύο]] αιχμές, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιπλήξ:''' ῆγος adj.<br /><b class="num">1)</b> обоюдоострый ([[φάσγανον]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> двойной (μητρός τε καὶ πατρὸς [[ἀρά]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> двухсторонний (σφῦραι Anth.).
}}
}}