Anonymous

ἀμφιχάσκω: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιχάσκω]] (Α)<br />[[χάσκω]], [[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου ορθάνοιχτα, για να αρπάξω ή να καταπιώ [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χάσκω]].
|mltxt=[[ἀμφιχάσκω]] (Α)<br />[[χάσκω]], [[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου ορθάνοιχτα, για να αρπάξω ή να καταπιώ [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χάσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιχάσκω:''' αόρ. βʹ <i>ἀμφ-έχᾰνον</i> (δεν συναντάται ενεστ. ἀμφι-[[χαίνω]]), [[περιχάσκω]], [[χασμουριέμαι]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[παιδί]], <i>ἀμφ. μαστόν</i>, σε Αισχύλ.· λέγεται για στρατό που περικυκλώνει πόλη, σε Σοφ.
}}
}}