Anonymous

ἀμφιχάσκω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιχάσκω:''' αόρ. βʹ <i>ἀμφ-έχᾰνον</i> (δεν συναντάται ενεστ. ἀμφι-[[χαίνω]]), [[περιχάσκω]], [[χασμουριέμαι]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[παιδί]], <i>ἀμφ. μαστόν</i>, σε Αισχύλ.· λέγεται για στρατό που περικυκλώνει πόλη, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀμφιχάσκω:''' αόρ. βʹ <i>ἀμφ-έχᾰνον</i> (δεν συναντάται ενεστ. ἀμφι-[[χαίνω]]), [[περιχάσκω]], [[χασμουριέμαι]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[παιδί]], <i>ἀμφ. μαστόν</i>, σε Αισχύλ.· λέγεται για στρατό που περικυκλώνει πόλη, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιχάσκω:''' разевать пасть: ἀ. τι Aesch., Anth. разевать пасть на что-л., угрожать проглотить что-л.
}}
}}