Anonymous

ἀμφίκομος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαλλιά [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[φύλλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]].
|mltxt=[[ἀμφίκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαλλιά [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[φύλλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει [[τριγύρω]] μαλλιά, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}