Anonymous

ἀμφίκομος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει [[τριγύρω]] μαλλιά, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀμφίκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει [[τριγύρω]] μαλλιά, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίκομος:''' <b class="num">1)</b> густо обросший волосами: ἀμφίκομοι κεφαλαῖς Anth. длинноволосые;<br /><b class="num">2)</b> густолиственный ([[θάμνος]] Hom.).
}}
}}