3,276,932
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφίκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει [[τριγύρω]] μαλλιά, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀμφίκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει [[τριγύρω]] μαλλιά, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφίκομος:''' <b class="num">1)</b> густо обросший волосами: ἀμφίκομοι κεφαλαῖς Anth. длинноволосые;<br /><b class="num">2)</b> густолиственный ([[θάμνος]] Hom.). | |||
}} | }} |